Σύγχρονοι «βρικόλακες»
Στις περισσότερες μεγαλουπόλεις του κόσμου, κοινότητες ανθρώπων της διπλανής πόρτας –νοσοκόμες, σερβιτόροι, γραμματείς– πίνουν ανθρώπινο αίμα σε τακτική βάση. Φετίχ, ψύχωση ή θεραπεία; Η επιστημονική κοινότητα ήδη προσπαθεί να δώσει απαντήσεις...
Μεταφερόμαστε στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου ο John Edgar Browning ετοιμάζεται να πάρει μέρος στο λεγόμενο «τάισμα». Ξεκινά σαν κλινική διαδικασία. Ένας γνωστός τού τρίβει ψηλά την πλάτη με ένα μπαμπάκι νοτισμένο οινόπνευμα. Παίρνει ένα νυστέρι μιας χρήσης, χαράζει το δέρμα και το πιέζει ώσπου να αρχίσει το αίμα να τρέχει. Σκύβει στην πληγή κι αρχίζει να ρουφά. «Ήπιε μερικές φορές, ύστερα με καθάρισε και μου έβαλε επίδεσμο» διηγείται σήμερα ο Browning στον ρεπόρτερ του BBC.
Παραδόξως, το αίμα του δεν άρεσε και τόσο στον οικοδεσπότη του – «Είπε ότι δεν ήταν όσο μεταλλικό θα έπρεπε». Φαίνεται πως η διατροφή, η ενυδάτωση του οργανισμού και η ομάδα αίματος κάνουν τη διαφορά. Μετά το «ορεκτικό», πάντως, οι δυο τους πήγαν σε φιλανθρωπικό δείπνο υπέρ των αστέγων.
Ο Browning παραδέχεται ότι δεν ανυπομονούσε καθόλου για το τάισμα. «Βασικά φοβάμαι πολύ οτιδήποτε αιχμηρό πλησιάζει το δέρμα μου.» Ως ερευνητής όμως του Κρατικού Πανεπιστημίου της Λουιζιάνας ήθελε να φέρει εις πέρας την τελευταία αποστολή του: μια εθνογραφική μελέτη της κοινότητας «αληθινών βαμπίρ» που έχει αναπτυχθεί στη Νέα Ορλεάνη.
Ποιος Δράκουλας;
Πρόκειται άραγε για θρησκευτικό τελετουργικό, πλάνη ή φετίχ; Πριν συναντήσει βαμπίρ, ο ερευνητής υποψιαζόταν πως απλώς είχαν μπερδέψει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Μέχρι τη στιγμή όμως που αποφάσισε να προσφέρει το δικό του αίμα, οι απόψεις του είχαν αλλάξει ριζικά. Πολλά σύγχρονα βαμπίρ δεν πιστεύουν καθόλου στο μεταφυσικό, οι γνώσεις τους για τον Δράκουλα και το σίριαλ «True Blood» είναι μάλλον επιφανειακές, ενώ δεν δείχνουν να έχουν προβλήματα ψυχιατρικής φύσης. Αντιθέτως, επικαλούνται μια σειρά συμπτωμάτων –κόπωση, κεφαλαλγία και έντονος πόνος στο στομάχι– που πιστεύουν ότι αντιμετωπίζονται μόνο με την πόση ανθρώπινου
αίματος.
«Μόνο στις ΗΠΑ, χιλιάδες άνθρωποι το κάνουν, και δεν νομίζω ότι είναι σύμπτωση, ούτε και μόδα» σχολιάζει ο Browning. Δεν παύει όμως να αποτελεί ταμπού, εξού και η κοινότητα είναι κλειστή και καχύποπτη με τους απέξω. Όσοι μίλησαν στον ρεπόρτερ το έκαναν διαδικτυακά και υπό τον όρο να μην αναφερθεί το πραγματικό όνομά τους.
Όταν τα βαμπίρ ήταν ο… κανόνας
Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Σε άλλες εποχές το ανθρώπινο αίμα θεωρούνταν φάρμακο. Στα τέλη του 15ου αιώνα, για παράδειγμα, ο γιατρός του πάπα Ιννοκέντιου Η΄ έκανε τρεις νέους να πεθάνουν από αιμορραγία όταν έδωσε το ζεστό ακόμα αίμα τους στον ετοιμοθάνατο ποντίφικα, με την ελπίδα ότι θα του μετάγγιζε και την ευρωστία τους.
Οι λάτρεις του αίματος όμως ποτέ δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, και σήμερα το διαδίκτυο τους επιτρέπει να σχηματίζουν τις δικές τους αντεργκράουντ κοινότητες
Αργότερα χρησιμοποιούνταν για να γιατρέψει την επιληψία, και οι ειδικοί συμβούλευαν τους πάσχοντες να μαζεύονται στα ικριώματα και να συλλέγουν το αίμα που έσταζε απ’ τους εκτελεσμένους. «Το αίμα ήταν κάτι μεταξύ σωματικού και πνευματικού» εξηγεί ο Richard Sugg από το Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, που έχει καταπιαστεί με τη σχετική θεματολογία. Για να υποχωρήσουν αυτές οι αντιλήψεις χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Διαφωτισμός αλλά και η σεμνοτυφία που επικράτησε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Οι λάτρεις του αίματος όμως ποτέ δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, και σήμερα το διαδίκτυο τους επιτρέπει να σχηματίζουν τις δικές τους αντεργκράουντ κοινότητες. «Από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι περισσότερες μεγάλες πόλεις του κόσμου φαίνεται πως έχουν κοινότητα βαμπίρ» επισημαίνει η κοινωνιολόγος DJ Williams, από το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Αϊντάχο.
Ένα γκόθικ ξεκίνημα
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εντοπίζονται εύκολα. Ο Browning πέρασε μέρες και νύχτες στα γκόθικ στέκια της Νέας Ορλεάνης προτού ο ιδιοκτήτης μιας μπουτίκ ανάλογων ρούχων του υποδείξει διακριτικά μια γυναίκα που στεκόταν σε έναν διάδρομο του καταστήματος μαζί με τα δυο της παιδιά.
Την πλησίασε και άρχισε να της μιλά για την έρευνά του με αντικείμενο τα βαμπίρ. Στο τέλος εκείνη χαμογέλασε και του είπε: «Νομίζω πως ξέρω μερικά». «Κι όταν μου χαμογέλασε, είδα δυο κυνόδοντες να εξέχουν κάτω απ’ τα χείλια της» θυμάται ο ερευνητής, επισημαίνοντας ότι ήταν «τρομαχτικά αιχμηροί».
Αν και δεν έχουν κρατήσει επαφή, αυτή η πρώτη γνωριμία επέτρεψε στον Browning να αναπτύξει καλές σχέσεις με μια μεγάλη κοινότητα βαμπίρ και να τους παίρνει τακτικά συνεντεύξεις.
Κοινοί θνητοί
Φαίνεται πως ο βαμπιρισμός έχει πολλές πτυχές. Οι θιασώτες του δουλεύουν σε μπαρ, γραφεία και νοσοκομεία· κάποιοι είναι πιστοί χριστιανοί, που πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία, κάποιοι άλλοι άθεοι· συχνά είναι ιδιαίτερα αλτρουιστές. «Υπάρχουν πραγματικές οργανώσεις βαμπίρ που ταΐζουν τους αστέγους, βοηθούν εθελοντικά φιλοζωικές οργανώσεις, και επιτελούν ένα σωρό κοινωνικούς σκοπούς» εξηγεί ο Browning.
Φαίνεται πως ο βαμπιρισμός έχει πολλές πτυχές. Οι θιασώτες του δουλεύουν σε μπαρ, γραφεία και νοσοκομεία∙ κάποιοι είναι πιστοί χριστιανοί, που πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία, κάποιοι άλλοι άθεοι∙ συχνά είναι ιδιαίτερα αλτρουιστές
Και είναι πολύ σημαντικό ότι ενώ ορισμένοι αναζητούν ουσιαστικά μια ψυχική ενέργεια που θα τους ενδυναμώσει, πολλοί –οι επονομαζόμενοι medical sanguinarians ή med sangs (δηλαδή οι «για ιατρικούς λόγους αιμοδιψείς»)– θεωρούν την ανάγκη τους για αίμα αποκλειστικά οργανική. «Η ταυτότητα του βαμπίρ δεν μας λέει τίποτα» δηλώνει η «CJ!» στο BBC. «Ωστόσο, από τη στιγμή που πίνουμε αίμα –ειδικά ανθρώπινο αίμα–, είναι αδύνατον να φύγει η ταμπέλα». Η ίδια υποστηρίζει πως μόνο μια κούπα αίμα μπορεί να ανακουφίσει το ευερέθιστο έντερό της.
Οι περισσότεροι αισθάνονται πρώτη φορά αυτή τη δίψα στις αρχές της εφηβείας τους. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που παραχώρησαν συνέντευξη στον Browning του διηγήθηκε πως όταν ήταν 13-14 ετών ένιωθε διαρκώς κουρασμένος, ώσπου μια μέρα έτυχε να δοκιμάσει αίμα, την ώρα που πάλευε με έναν ξάδερφό του. Ξαφνικά ένιωσε πολλή ζωντάνια, και τελικά η όρεξή του για αίμα μετατράπηκε σε εθισμό.
Μια κλινική τελετουργία
Η προμήθεια του… φαρμάκου βέβαια δεν είναι απλή υπόθεση. Η «CJ!» συχνά ζητάει αίμα από φίλους που δείχνουν κατανόηση· μια άλλη βαμπιρέλα, η «Kinesia», παίρνει κάθε δυο βδομάδες από τον άντρα της· κάποιοι άλλοι πληρώνουν γι’ αυτό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η δοσοληψία γίνεται συναινετικά. «Φροντίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον δότη – εξασφαλίζοντας ότι είναι χαλαρός και πρόθυμος κάθε φορά» εξηγεί η «Kinesia».
Όπως διαπίστωσε ο Browning, δότες και βαμπίρ περνούν πρώτα από εξετάσεις για μεταδιδόμενα νοσήματα. Τα βαμπίρ ανοίγουν τα νυστέρια ή τις σύριγγες μιας χρήσης μπροστά στον δότη, ενώ, αν πρόκειται να ρουφήξουν αίμα απευθείας από το σώμα του, πλένουν πρώτα σχολαστικά τα δόντια και το στόμα τους.
Αν, τώρα, περισσέψει «φάρμακο», του προσθέτουν αντιπηκτικό και το φυλάσσουν στο ψυγείο· μια άλλη λύση συντήρησης είναι η ανάμειξη με τσάι και βότανα.
Η ιατρική διάσταση
Παρενέργειες δεν παρατηρούνται· η πρόσληψη μεγάλης ποσότητας σιδήρου μπορεί να είναι τοξική, αλλά αυτή που καταναλώνεται σε ένα «τάισμα» δεν συνιστά κίνδυνο. Οι ειδικοί ανησυχούν περισσότερο για τις αιματολογικές εξετάσεις, που όταν γίνονται σε κλινικές αφροδίσιων νοσημάτων δεν καλύπτουν όλο το φάσμα των μεταδιδόμενων ασθενειών.
Λόγω της εύλογης μυστικοπάθειας των βαμπίρ και της συνακόλουθης απουσίας ιατρικών στοιχείων, οι κίνδυνοι δεν είναι εύκολο να μετρηθούν. Η «CJ!», που ανοίχτηκε σε έναν γαστρεντερολόγο κι έναν ψυχίατρο, αποτελεί εξαίρεση. «Και οι δύο» λέει «ήταν υποστηρικτικοί, αν και δυστυχώς κανείς δεν είχε ιδέα για κάτι πέρα από το άμεσο ζήτημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν».
Τα περισσότερα βαμπίρ δηλώνουν πως θα έκοβαν το αίμα αν οι γιατροί κατάφερναν να ανακουφίσουν με συμβατικό τρόπο τα συμπτώματά τους. Επιπλέον, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το πάθος τους έχει ψυχοσωματικά αίτια. Μερικοί μάλιστα δοκίμασαν να κόψουν το αίμα και να περιμένουν μήπωςεξαφανιστούν τα συμπτώματα – μάταια ως τώρα.
Ο Tomas Ganz από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας πιστεύει ότι η ανακούφιση που ακολουθεί την πόση αίματος είναι εν πολλοίς ψυχολογική: «Υπάρχει προφανώς ένα ισχυρό φαινόμενο πλασέμπο όσον αφορά την πρόσληψη κάποιας πικρής σκόνης, υγρών με έντονο χρώμα, ή άλλων ουσιών που δεν μοιάζουν με συμβατικές τροφές. Αυτή η επίδραση μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω αν κάποιο τελετουργικό στοιχείο συνδέεται με την πρόσληψη και αν το άτομο έχει την αίσθηση κάποιας αποκλειστικότητας (όπως είναι το να πίνει ένα πολύ ακριβό και σπάνιο κρασί)». Εξάλλου, συνεχίζει ο επιστήμονας, το αίμα όντως είναι πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία και λειτουργεί ως φυσικό καθαρτικό, συνεπώς ενδέχεται να ανακουφίζει προσωρινά τα πεπτικά ή ψυχικά συμπτώματα.
Ο Steven Scholzman από το Χάρβαρντ δηλώνει επιφυλακτικός ως προς το αν η δίψα για αίμα υποδηλώνει ψυχική ασθένεια. «Ξέρω πως, αν ερχόταν σ’ εμένα κάποιος ασθενής και μου παραπονιόταν για το ζήτημα ή ανησυχούσε για την πρακτική, η πρώτη μου αντίδραση ως ψυχιάτρου θα ήταν να εκτιμήσω αν υπάρχει ψύχωση, εφόσον αυτή η πρακτική απέχει τόσο από την πολιτισμικά φυσιολογική συμπεριφορά» παραδέχεται ο ίδιος. Ωστόσο, προσθέτει, θα παρέμενε ανοιχτόμυαλος και θα διερευνούσε αν ο ασθενής όντως ωφελείται από την πόση αίματος.
Από την πλευρά τους, τόσο ο Browning όσο και η Williams επισημαίνουν ότι κατά την επαφή τους με αυτούς τους ανθρώπους δεν εντόπισαν ενδείξεις ψυχολογικών προβλημάτων. «Έχουμε μια συλλογική τάση να κατηγοριοποιούμε τις αντισυμβατικές συμπεριφορές ως ψυχιατρικές ανωμαλίες» λέει, πάλι, ο Ganz. «Αλλά δεν έχω τη βάση για να τις περιγράψω ως τέτοιες, εφόσον το άτομο και ο δότης του αισθάνονται καλά με την αντισυμβατική διατροφική τους επιλογή.»
«Όχι στη βαμπιροφοβία»
Ίσως τώρα, που η κοινότητα των βαμπίρ ανοίγεται στην ευρύτερη κοινωνία, η επιστημονική έρευνα να καταφέρει να διερευνήσει αυτά τα ζητήματα και τελικά να προσφέρει κάποιες απαντήσεις. Στο μεταξύ, μια ομάδα βαμπίρ με επικεφαλής την «Kinesia» κάνουν μόνοι τους τα πρώτα βήματα.
Χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, εταιρείες όπως οι 23andme και uBiome αρχίζουν να συντάσσουν τα προφίλ των γονιδίων και των μικροβιωμάτων άλλων med sangs. «Σκοπός της έρευνας δεν είναι η τεκμηρίωση του “βαμπιρισμού” μας. Είναι να βρούμε πιο πρακτικούς κοινωνικά τρόπους για να καλύψουμε οποιαδήποτε έλλειψη ή ανάγκη που τελικά έχουμε, ουσιαστικά αναζητούμε περισσότερες επιλογές θεραπείας» λέει η «CJ!».
Ο ειδικός εξοπλισμός κάνει την αιμοδοσία πιο... ευχάριστη
Όπου κι αν καταλήξουν, οι επαφές του Browning τού δίδαξαν ότι θα έπρεπε να φερόμαστε στα βαμπίρ με τον ίδιο σεβασμό που δείχνουμε σε άλλες μειονότητες. «Όταν ξεκίνησα την έρευνα, απλώς υπέθετα ότι θα συναντούσα τίποτα τρελούς, αλλά μέσα σ’ έναν χρόνο συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα δεν το είχαν τα βαμπίρ. Εμείς οι άλλοι είχαμε το πρόβλημα αντίληψης.»
Τo ότι δεν κατανοούμε ακόμα τις εμπειρίες τους δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να τους περιφρονούμε ή να τους απορρίπτουμε ασυζητητί, υποστηρίζει ο ερευνητής. Η ταυτότητα του βαμπίρ είναι, στην τελική, ένας τρόπος για ορισμένους ανθρώπους να διαχειριστούν μυστηριώδη και εξουθενωτικά συναισθήματα. «Αυτό που τους συμβαίνει είναι αληθινό. Δεν καταλαβαίνουμε τι είναι, ούτε κι εκείνοι καταλαβαίνουν – αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να το αντιμετωπίσουν.»
Πηγή: ΒΒC
Επιμέλεια: Βάννα Μπρούσαλη
Διαβάστε το επιστημονικό άρθρο του J.E. Browning εδώ
Μεταφερόμαστε στη Γαλλική Συνοικία της Νέας Ορλεάνης, όπου ο John Edgar Browning ετοιμάζεται να πάρει μέρος στο λεγόμενο «τάισμα». Ξεκινά σαν κλινική διαδικασία. Ένας γνωστός τού τρίβει ψηλά την πλάτη με ένα μπαμπάκι νοτισμένο οινόπνευμα. Παίρνει ένα νυστέρι μιας χρήσης, χαράζει το δέρμα και το πιέζει ώσπου να αρχίσει το αίμα να τρέχει. Σκύβει στην πληγή κι αρχίζει να ρουφά. «Ήπιε μερικές φορές, ύστερα με καθάρισε και μου έβαλε επίδεσμο» διηγείται σήμερα ο Browning στον ρεπόρτερ του BBC.
Παραδόξως, το αίμα του δεν άρεσε και τόσο στον οικοδεσπότη του – «Είπε ότι δεν ήταν όσο μεταλλικό θα έπρεπε». Φαίνεται πως η διατροφή, η ενυδάτωση του οργανισμού και η ομάδα αίματος κάνουν τη διαφορά. Μετά το «ορεκτικό», πάντως, οι δυο τους πήγαν σε φιλανθρωπικό δείπνο υπέρ των αστέγων.
Ο Browning παραδέχεται ότι δεν ανυπομονούσε καθόλου για το τάισμα. «Βασικά φοβάμαι πολύ οτιδήποτε αιχμηρό πλησιάζει το δέρμα μου.» Ως ερευνητής όμως του Κρατικού Πανεπιστημίου της Λουιζιάνας ήθελε να φέρει εις πέρας την τελευταία αποστολή του: μια εθνογραφική μελέτη της κοινότητας «αληθινών βαμπίρ» που έχει αναπτυχθεί στη Νέα Ορλεάνη.
Ποιος Δράκουλας;
Πρόκειται άραγε για θρησκευτικό τελετουργικό, πλάνη ή φετίχ; Πριν συναντήσει βαμπίρ, ο ερευνητής υποψιαζόταν πως απλώς είχαν μπερδέψει τη φαντασία με την πραγματικότητα. Μέχρι τη στιγμή όμως που αποφάσισε να προσφέρει το δικό του αίμα, οι απόψεις του είχαν αλλάξει ριζικά. Πολλά σύγχρονα βαμπίρ δεν πιστεύουν καθόλου στο μεταφυσικό, οι γνώσεις τους για τον Δράκουλα και το σίριαλ «True Blood» είναι μάλλον επιφανειακές, ενώ δεν δείχνουν να έχουν προβλήματα ψυχιατρικής φύσης. Αντιθέτως, επικαλούνται μια σειρά συμπτωμάτων –κόπωση, κεφαλαλγία και έντονος πόνος στο στομάχι– που πιστεύουν ότι αντιμετωπίζονται μόνο με την πόση ανθρώπινου
αίματος.
«Μόνο στις ΗΠΑ, χιλιάδες άνθρωποι το κάνουν, και δεν νομίζω ότι είναι σύμπτωση, ούτε και μόδα» σχολιάζει ο Browning. Δεν παύει όμως να αποτελεί ταμπού, εξού και η κοινότητα είναι κλειστή και καχύποπτη με τους απέξω. Όσοι μίλησαν στον ρεπόρτερ το έκαναν διαδικτυακά και υπό τον όρο να μην αναφερθεί το πραγματικό όνομά τους.
Όταν τα βαμπίρ ήταν ο… κανόνας
Δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα. Σε άλλες εποχές το ανθρώπινο αίμα θεωρούνταν φάρμακο. Στα τέλη του 15ου αιώνα, για παράδειγμα, ο γιατρός του πάπα Ιννοκέντιου Η΄ έκανε τρεις νέους να πεθάνουν από αιμορραγία όταν έδωσε το ζεστό ακόμα αίμα τους στον ετοιμοθάνατο ποντίφικα, με την ελπίδα ότι θα του μετάγγιζε και την ευρωστία τους.
Οι λάτρεις του αίματος όμως ποτέ δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, και σήμερα το διαδίκτυο τους επιτρέπει να σχηματίζουν τις δικές τους αντεργκράουντ κοινότητες
Αργότερα χρησιμοποιούνταν για να γιατρέψει την επιληψία, και οι ειδικοί συμβούλευαν τους πάσχοντες να μαζεύονται στα ικριώματα και να συλλέγουν το αίμα που έσταζε απ’ τους εκτελεσμένους. «Το αίμα ήταν κάτι μεταξύ σωματικού και πνευματικού» εξηγεί ο Richard Sugg από το Πανεπιστήμιο του Ντάραμ, που έχει καταπιαστεί με τη σχετική θεματολογία. Για να υποχωρήσουν αυτές οι αντιλήψεις χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο Διαφωτισμός αλλά και η σεμνοτυφία που επικράτησε κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα.
Οι λάτρεις του αίματος όμως ποτέ δεν εξαφανίστηκαν εντελώς, και σήμερα το διαδίκτυο τους επιτρέπει να σχηματίζουν τις δικές τους αντεργκράουντ κοινότητες. «Από όσα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, οι περισσότερες μεγάλες πόλεις του κόσμου φαίνεται πως έχουν κοινότητα βαμπίρ» επισημαίνει η κοινωνιολόγος DJ Williams, από το Κρατικό Πανεπιστήμιο του Αϊντάχο.
Ένα γκόθικ ξεκίνημα
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι εντοπίζονται εύκολα. Ο Browning πέρασε μέρες και νύχτες στα γκόθικ στέκια της Νέας Ορλεάνης προτού ο ιδιοκτήτης μιας μπουτίκ ανάλογων ρούχων του υποδείξει διακριτικά μια γυναίκα που στεκόταν σε έναν διάδρομο του καταστήματος μαζί με τα δυο της παιδιά.
Την πλησίασε και άρχισε να της μιλά για την έρευνά του με αντικείμενο τα βαμπίρ. Στο τέλος εκείνη χαμογέλασε και του είπε: «Νομίζω πως ξέρω μερικά». «Κι όταν μου χαμογέλασε, είδα δυο κυνόδοντες να εξέχουν κάτω απ’ τα χείλια της» θυμάται ο ερευνητής, επισημαίνοντας ότι ήταν «τρομαχτικά αιχμηροί».
Αν και δεν έχουν κρατήσει επαφή, αυτή η πρώτη γνωριμία επέτρεψε στον Browning να αναπτύξει καλές σχέσεις με μια μεγάλη κοινότητα βαμπίρ και να τους παίρνει τακτικά συνεντεύξεις.
Κοινοί θνητοί
Φαίνεται πως ο βαμπιρισμός έχει πολλές πτυχές. Οι θιασώτες του δουλεύουν σε μπαρ, γραφεία και νοσοκομεία· κάποιοι είναι πιστοί χριστιανοί, που πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία, κάποιοι άλλοι άθεοι· συχνά είναι ιδιαίτερα αλτρουιστές. «Υπάρχουν πραγματικές οργανώσεις βαμπίρ που ταΐζουν τους αστέγους, βοηθούν εθελοντικά φιλοζωικές οργανώσεις, και επιτελούν ένα σωρό κοινωνικούς σκοπούς» εξηγεί ο Browning.
Φαίνεται πως ο βαμπιρισμός έχει πολλές πτυχές. Οι θιασώτες του δουλεύουν σε μπαρ, γραφεία και νοσοκομεία∙ κάποιοι είναι πιστοί χριστιανοί, που πηγαίνουν τακτικά στην εκκλησία, κάποιοι άλλοι άθεοι∙ συχνά είναι ιδιαίτερα αλτρουιστές
Και είναι πολύ σημαντικό ότι ενώ ορισμένοι αναζητούν ουσιαστικά μια ψυχική ενέργεια που θα τους ενδυναμώσει, πολλοί –οι επονομαζόμενοι medical sanguinarians ή med sangs (δηλαδή οι «για ιατρικούς λόγους αιμοδιψείς»)– θεωρούν την ανάγκη τους για αίμα αποκλειστικά οργανική. «Η ταυτότητα του βαμπίρ δεν μας λέει τίποτα» δηλώνει η «CJ!» στο BBC. «Ωστόσο, από τη στιγμή που πίνουμε αίμα –ειδικά ανθρώπινο αίμα–, είναι αδύνατον να φύγει η ταμπέλα». Η ίδια υποστηρίζει πως μόνο μια κούπα αίμα μπορεί να ανακουφίσει το ευερέθιστο έντερό της.
Οι περισσότεροι αισθάνονται πρώτη φορά αυτή τη δίψα στις αρχές της εφηβείας τους. Ένας από τους πρώτους ανθρώπους που παραχώρησαν συνέντευξη στον Browning του διηγήθηκε πως όταν ήταν 13-14 ετών ένιωθε διαρκώς κουρασμένος, ώσπου μια μέρα έτυχε να δοκιμάσει αίμα, την ώρα που πάλευε με έναν ξάδερφό του. Ξαφνικά ένιωσε πολλή ζωντάνια, και τελικά η όρεξή του για αίμα μετατράπηκε σε εθισμό.
Μια κλινική τελετουργία
Η προμήθεια του… φαρμάκου βέβαια δεν είναι απλή υπόθεση. Η «CJ!» συχνά ζητάει αίμα από φίλους που δείχνουν κατανόηση· μια άλλη βαμπιρέλα, η «Kinesia», παίρνει κάθε δυο βδομάδες από τον άντρα της· κάποιοι άλλοι πληρώνουν γι’ αυτό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η δοσοληψία γίνεται συναινετικά. «Φροντίζουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον δότη – εξασφαλίζοντας ότι είναι χαλαρός και πρόθυμος κάθε φορά» εξηγεί η «Kinesia».
Όπως διαπίστωσε ο Browning, δότες και βαμπίρ περνούν πρώτα από εξετάσεις για μεταδιδόμενα νοσήματα. Τα βαμπίρ ανοίγουν τα νυστέρια ή τις σύριγγες μιας χρήσης μπροστά στον δότη, ενώ, αν πρόκειται να ρουφήξουν αίμα απευθείας από το σώμα του, πλένουν πρώτα σχολαστικά τα δόντια και το στόμα τους.
Αν, τώρα, περισσέψει «φάρμακο», του προσθέτουν αντιπηκτικό και το φυλάσσουν στο ψυγείο· μια άλλη λύση συντήρησης είναι η ανάμειξη με τσάι και βότανα.
Η ιατρική διάσταση
Παρενέργειες δεν παρατηρούνται· η πρόσληψη μεγάλης ποσότητας σιδήρου μπορεί να είναι τοξική, αλλά αυτή που καταναλώνεται σε ένα «τάισμα» δεν συνιστά κίνδυνο. Οι ειδικοί ανησυχούν περισσότερο για τις αιματολογικές εξετάσεις, που όταν γίνονται σε κλινικές αφροδίσιων νοσημάτων δεν καλύπτουν όλο το φάσμα των μεταδιδόμενων ασθενειών.
Λόγω της εύλογης μυστικοπάθειας των βαμπίρ και της συνακόλουθης απουσίας ιατρικών στοιχείων, οι κίνδυνοι δεν είναι εύκολο να μετρηθούν. Η «CJ!», που ανοίχτηκε σε έναν γαστρεντερολόγο κι έναν ψυχίατρο, αποτελεί εξαίρεση. «Και οι δύο» λέει «ήταν υποστηρικτικοί, αν και δυστυχώς κανείς δεν είχε ιδέα για κάτι πέρα από το άμεσο ζήτημα που καλούνταν να αντιμετωπίσουν».
Τα περισσότερα βαμπίρ δηλώνουν πως θα έκοβαν το αίμα αν οι γιατροί κατάφερναν να ανακουφίσουν με συμβατικό τρόπο τα συμπτώματά τους. Επιπλέον, δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο το πάθος τους έχει ψυχοσωματικά αίτια. Μερικοί μάλιστα δοκίμασαν να κόψουν το αίμα και να περιμένουν μήπωςεξαφανιστούν τα συμπτώματα – μάταια ως τώρα.
Ο Tomas Ganz από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας πιστεύει ότι η ανακούφιση που ακολουθεί την πόση αίματος είναι εν πολλοίς ψυχολογική: «Υπάρχει προφανώς ένα ισχυρό φαινόμενο πλασέμπο όσον αφορά την πρόσληψη κάποιας πικρής σκόνης, υγρών με έντονο χρώμα, ή άλλων ουσιών που δεν μοιάζουν με συμβατικές τροφές. Αυτή η επίδραση μπορεί να αυξηθεί περαιτέρω αν κάποιο τελετουργικό στοιχείο συνδέεται με την πρόσληψη και αν το άτομο έχει την αίσθηση κάποιας αποκλειστικότητας (όπως είναι το να πίνει ένα πολύ ακριβό και σπάνιο κρασί)». Εξάλλου, συνεχίζει ο επιστήμονας, το αίμα όντως είναι πλούσιο σε θρεπτικά στοιχεία και λειτουργεί ως φυσικό καθαρτικό, συνεπώς ενδέχεται να ανακουφίζει προσωρινά τα πεπτικά ή ψυχικά συμπτώματα.
Ο Steven Scholzman από το Χάρβαρντ δηλώνει επιφυλακτικός ως προς το αν η δίψα για αίμα υποδηλώνει ψυχική ασθένεια. «Ξέρω πως, αν ερχόταν σ’ εμένα κάποιος ασθενής και μου παραπονιόταν για το ζήτημα ή ανησυχούσε για την πρακτική, η πρώτη μου αντίδραση ως ψυχιάτρου θα ήταν να εκτιμήσω αν υπάρχει ψύχωση, εφόσον αυτή η πρακτική απέχει τόσο από την πολιτισμικά φυσιολογική συμπεριφορά» παραδέχεται ο ίδιος. Ωστόσο, προσθέτει, θα παρέμενε ανοιχτόμυαλος και θα διερευνούσε αν ο ασθενής όντως ωφελείται από την πόση αίματος.
Από την πλευρά τους, τόσο ο Browning όσο και η Williams επισημαίνουν ότι κατά την επαφή τους με αυτούς τους ανθρώπους δεν εντόπισαν ενδείξεις ψυχολογικών προβλημάτων. «Έχουμε μια συλλογική τάση να κατηγοριοποιούμε τις αντισυμβατικές συμπεριφορές ως ψυχιατρικές ανωμαλίες» λέει, πάλι, ο Ganz. «Αλλά δεν έχω τη βάση για να τις περιγράψω ως τέτοιες, εφόσον το άτομο και ο δότης του αισθάνονται καλά με την αντισυμβατική διατροφική τους επιλογή.»
«Όχι στη βαμπιροφοβία»
Ίσως τώρα, που η κοινότητα των βαμπίρ ανοίγεται στην ευρύτερη κοινωνία, η επιστημονική έρευνα να καταφέρει να διερευνήσει αυτά τα ζητήματα και τελικά να προσφέρει κάποιες απαντήσεις. Στο μεταξύ, μια ομάδα βαμπίρ με επικεφαλής την «Kinesia» κάνουν μόνοι τους τα πρώτα βήματα.
Χρησιμοποιώντας, για παράδειγμα, εταιρείες όπως οι 23andme και uBiome αρχίζουν να συντάσσουν τα προφίλ των γονιδίων και των μικροβιωμάτων άλλων med sangs. «Σκοπός της έρευνας δεν είναι η τεκμηρίωση του “βαμπιρισμού” μας. Είναι να βρούμε πιο πρακτικούς κοινωνικά τρόπους για να καλύψουμε οποιαδήποτε έλλειψη ή ανάγκη που τελικά έχουμε, ουσιαστικά αναζητούμε περισσότερες επιλογές θεραπείας» λέει η «CJ!».
Ο ειδικός εξοπλισμός κάνει την αιμοδοσία πιο... ευχάριστη
Όπου κι αν καταλήξουν, οι επαφές του Browning τού δίδαξαν ότι θα έπρεπε να φερόμαστε στα βαμπίρ με τον ίδιο σεβασμό που δείχνουμε σε άλλες μειονότητες. «Όταν ξεκίνησα την έρευνα, απλώς υπέθετα ότι θα συναντούσα τίποτα τρελούς, αλλά μέσα σ’ έναν χρόνο συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα δεν το είχαν τα βαμπίρ. Εμείς οι άλλοι είχαμε το πρόβλημα αντίληψης.»
Τo ότι δεν κατανοούμε ακόμα τις εμπειρίες τους δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να τους περιφρονούμε ή να τους απορρίπτουμε ασυζητητί, υποστηρίζει ο ερευνητής. Η ταυτότητα του βαμπίρ είναι, στην τελική, ένας τρόπος για ορισμένους ανθρώπους να διαχειριστούν μυστηριώδη και εξουθενωτικά συναισθήματα. «Αυτό που τους συμβαίνει είναι αληθινό. Δεν καταλαβαίνουμε τι είναι, ούτε κι εκείνοι καταλαβαίνουν – αλλά κάνουν ό,τι μπορούν για να το αντιμετωπίσουν.»
Πηγή: ΒΒC
Επιμέλεια: Βάννα Μπρούσαλη
Διαβάστε το επιστημονικό άρθρο του J.E. Browning εδώ
endiaferon to blog sas kai epidi eimia keourgio bloger endiafeorme poli tetria themata mporo an exo tin ili sas.
ΑπάντησηΔιαγραφή