To Χειρόγραφο Βόινιτς


 Πρόκειται για ένα βιβλίο γραμμένο σε μια ακατανόητη γλώσσα, με ακαταλαβίστικο περιεχόμενο και μυστηριώδεις εικονογραφήσεις.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι γράφτηκε πριν από αιώνες (400 έως 800 χρόνια περίπου) από κάποιον άγνωστο συγγραφέα που χρησιμοποίησε έναν άγνωστο κώδικα γραφής.

Από τις σελίδες του, το μόνο που μπορεί να καταλάβει κανείς είναι ότι χρησίμευε ως φαρμακολόγιο, καθώς φαίνεται να περιγράφει θέματα μεσαιωνικής και πρώιμης ιατρικής, αλλά και ως αστρονομικός και κοσμολογικός χάρτης.

Αυτά όμως που ξενίζουν ακόμα περισσότερο από την γλώσσα γραφής, είναι οι εικόνες άγνωστων φυτών, κοσμολογικά διαγράμματα και παράξενες απεικονίσεις γυμνών γυναικών μέσα σε ένα πράσινο υγρό (φωτό).

Δεκάδες κρυπταναλυτές, μελετητές και επιστήμονες επιχείρησαν να το μεταφράσουν αλλά χωρίς αποτέλεσμα.

Πολλοί έφτασαν στο συμπέρασμα ότι στην ουσία πρόκειται για μια καλοστημένη φάρσα, ότι τα κρυπτογραφημένα λόγια είναι μια δίχως νόημα εναλλαγή τυχαίων χαρακτήρων και ότι οι ανορθόδοξες εικόνες ανήκουν αποκλειστικά στην σφαίρα της φαντασίας.

Σήμερα βρίσκεται στη Βιβλιοθήκη Σπανίων Χειρογράφων Beinecke του πανεπιστημίου Γέιλ, με το κωδικό όνομα MS408 και κανένας δεν κατάφερε μέχρι τώρα να αποκρυπτογραφήσει ούτε μια λέξη.

 Το κείμενο είναι γραμμένο από αριστερά προς τα δεξιά και οι περισσότερες από τις σελίδες φέρουν απεικονίσεις ή διαγράμματα. Είναι αρκετοί εκείνοι που υπέθεσαν ότι η γραφή δεν είναι τίποτε άλλο από ανοησίες. Ωστόσο, το 2013, ο Μαρτσέλο Μοντεμούρο του πανεπιστημίου του Μάντσεστερ και ο Ντάμιαν Ζάνετ (Damian Zanette) του Ατομικού Κέντρου Μπάριλοχ δημοσίευσε μία μελέτη στην οποία τεκμηριώνει την ταυτοποίηση ενός εννοιολογικού προτύπου στη γραφή, υπονοώντας ότι το χειρόγραφο είναι κρυπτογράφημα με μήνυμα.

 Σύμφωνα με τις μέχρι τώρα εκτιμήσεις, το βιβλίο αρχικά αποτελείτο από 272 σελίδες περγαμηνής δεμένες σε 17 16σέλιδα. Σήμερα σώζονται γύρω στις 240 σελίδες, και ορισμένα κενά στην αρίθμησή τους (που έγινε μεταγενέστερα από τη συγγραφή του) δείχνουν ότι αρκετές σελίδες ήδη έλειπαν, όταν το απόκτησε ο Βόινιτς. Υπάρχουν επίσης ισχυρές ενδείξεις ότι σε κάποια στιγμή οι σελίδες του χειρογράφου αναδιευθετήθηκαν. Για τη δημιουργία του κειμένου και των εικόνων χρησιμοποιήθηκε πένα από φτερό και οι εικόνες χρωματίστηκαν με χρώμα (με κάπως άτεχνο τρόπο), πιθανώς αργότερα από τη δημιουργία τους.

 Η ιστορία του χειρόγραφου είναι ακόμη γεμάτη κενά, ειδικά σε ό,τι αφορά στις απαρχές της. Από τη στιγμή που το αλφάβητο δεν ανήκει σε καμιά γνωστή γλώσσα και το κείμενο δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί, η μόνη χρήσιμη πληροφορία για την προέλευση και την ηλικία του βιβλίου είναι οι εικόνες -ειδικά τα ρούχα και οι κομμώσεις των ανθρώπων που εικονίζονται, και ένα-δύο κάστρα που περιλαμβάνονται στα διαγράμματα. Όλα αυτά είναι Ευρωπαϊκά και βασισμένοι σε αυτές τις ενδείξεις, οι περισσότεροι ειδικοί χρονολογούν το χειρόγραφο μεταξύ του 1450 και του 1520. Η εκτίμηση αυτή υποστηρίζεται από άλλες, δευτερεύουσες ενδείξεις.

 Το 2009, το πανεπιστήμιο της Αριζόνα έκανε τεστ ραδιενεργού άνθρακα στο υλικό του χειρογράφου. Το αποτέλεσμα του τεστ έδειξε ότι το χειρόγραφο κατασκευάστηκε μεταξύ του 1404 και του 1438. Επιπρόσθετα, το Ερευνητικό Ινστιτούτο ΜακΚρόουν (McCrone Research Institute) στο Σικάγο ανακάλυψε ότι τα χρώματα του χειρογράφου ανήκαν σε εκείνη την περίοδο της ευρωπαϊκής ιστορίας.

 Σύμφωνα με μία επιστολή του 1666 που συνόδευε το χειρόγραφο όταν στάλθηκε από τον Γιάν Μάρτσι στον Αθανάσιο Κίρχερ, το βιβλίο ανήκε κάποτε στον αυτοκράτορα Ροδόλφο Β΄ (1552–1612), ο οποίος πλήρωσε 600 χρυσά δουκάτα για αυτό.[9] Το βιβλίο δόθηκε ή δανείστηκε στον Γιακόμπους Χορτσίσκυ ντε Τεπενέτς (Jacobus Horcicky de Tepenecz) (θ. 1622), επικεφαλής των βοτανικών κήπων του Ροδόλφου.

 Ο επόμενος γνωστός ιδιοκτήτης του χειρόγραφου ήταν ο Γκέοργκ Μπάρες (Georg Baresch), ένας αλχημιστής που έζησε στην Πράγα στις αρχές του 17ου αιώνα και για τον οποίο λίγα πράγματα είναι γνωστά. Ο Μπάρες κατά πάσα πιθανότητα ήταν το ίδιο μπερδεμένος όσο και οι σύγχρονοι επιστήμονες για τη φύση του βιβλίου. Όταν έμαθε ότι ο Αθανάσιος Κίρχερ, ένας Ιησουίτης λόγιος από το Κολλέτζιο Ρομάνο της Ρώμης είχε εκδώσει ένα λεξικό της Κοπτικής γλώσσας (Αιθιοπικά) και είχε «αποκρυπτογραφήσει» τα Αιγυπτιακά ιερογλυφικά, του έστειλε (δυο φορές) ένα μικρό αντιγραμμένο τμήμα του χειρόγραφου ρωτώντας τον τη γνώμη του. Το γράμμα του 1639 προς τον Κίρχερ, που εντοπίστηκε πρόσφατα, είναι η πιο παλιά αναφορά στο χειρόγραφο που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.

 Δεν είναι γνωστό αν ο Κίρχερ απάντησε στο ερώτημα του Μπάρες, αλλά κατά τα φαινόμενα ενδιαφέρθηκε αρκετά, ώστε να προσπαθήσει να αποκτήσει το βιβλίο, το οποίο ο Μπάρες αρνήθηκε να του δώσει. Όταν ο Μπάρες πέθανε, το χειρόγραφο πέρασε στην κατοχή του φίλου του Γιάν Μάρτσι, τότε πρύτανη του πανεπιστημίου του Καρόλου στην Πράγα. Αυτός με τη σειρά του έστειλε το βιβλίο στον Κίρχερ, με τον οποίο διατηρούσε μακρόχρονη φιλική σχέση και αλληλογραφία. Το γράμμα του Μάρτσι που συνόδευε το χειρόγραφο αποτελούσε ακόμη μέρος του βιβλίου, όταν το αγόρασε ο Βόινιτς.

 Τα ίχνη του βιβλίου χάνονται για τα επόμενα 200 χρόνια, αλλά κατά πάσα πιθανότητα διατηρήθηκε, μαζί με την αλληλογραφία του Κίρχερ, στη βιβλιοθήκη του Κολέτζιο Ρομάνο. Μάλλον έμεινε εκεί μέχρις ότου τα στρατεύματα του Βίκτωρα Εμμανουήλ κυρίευσαν τη Ρώμη το 1870 και την προσάρτησαν στο ιταλικό βασίλειο. Η νέα ιταλική κυβέρνηση αποφάσισε να δημεύσει αρκετά περιουσιακά στοιχεία της εκκλησίας, ανάμεσα στα οποία και τη βιβλιοθήκη του Κολεγίου. Σύμφωνα με τις έρευνες του Χαβιέρ Τσεκάλντι και άλλων, λίγο πριν να συμβεί αυτό πολλά βιβλία από τη βιβλιοθήκη του πανεπιστήμιου μεταφέρθηκαν στις προσωπικές βιβλιοθήκες των ακαδημαϊκών, που εξαιρούνταν από τη δήμευση. Η αλληλογραφία του Κίρχερ ήταν ανάμεσα σε αυτά τα βιβλία και προφανώς και το χειρόγραφο Βόινιτς, καθώς ακόμη φέρει τον αριθμό καταλόγου της βιβλιοθήκης του Πίετερ Μπεξ (Pieter Beckx), επικεφαλής των Ιησουιτών και πρύτανη του Πανεπιστήμιου εκείνη την εποχή.

 Η προσωπική βιβλιοθήκη του Μπεξ μεταφέρθηκε στη Βίλλα Φρασκάτι, μια μεγάλη αγροικία κοντά στη Ρώμη που είχαν αγοράσει οι Ιησουίτες το 1866 και στέγαζε τη διοίκηση του Ιησουιτικού Κολλέτζιο Γκισλέρι.

 Γύρω στα 1912 το Κολλέτζιο Ρομάνο είχε οικονομικές δυσκολίες και αποφάσισε να πουλήσει (κάτω από άκρα μυστικότητα) μερικά από τα περιουσιακά του στοιχεία. Ο Βίλφριντ Βόινιτς αγόρασε 30 χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και εκείνο που σήμερα είναι γνωστό με το όνομά του. Το 1930, μετά τον θάνατό του, το χειρόγραφο κληρονόμησε η χήρα του, συγγραφέας Έθελ Λίλιαν Βόινιτς. Εκείνη πέθανε το 1960, αφήνοντας το χειρόγραφο στη φίλη της Αν Νιλ. Το 1961 η Νιλ πούλησε το βιβλίο στον παλαιοπώλη βιβλίων Χανς Κράους, ο οποίος, μη μπορώντας να βρει αγοραστή, δώρισε το χειρόγραφο στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ το 1969.

Υποθέσεις για τον συγγραφέα

Πολλά ονόματα έχουν προταθεί για τον πιθανό συγγραφέα του χειρογράφου. Αυτά που ακολουθούν είναι μόνο τα πιο γνωστά.

Ρότζερ Μπέικον

 Το γράμμα του Μάρτσι προς τον Κίρχερ του 1665 αναφέρει ότι, σύμφωνα με το φίλο του Ραφαήλ Μνισόβσκι, το βιβλίο κάποτε είχε αγοραστεί από τον Αυτοκράτορα Ροδόλφο Β΄ (1552-1612) για 600 δουκάτα (γύρω στα 30.000 δολάρια σε τιμές του 2005). Σύμφωνα με το γράμμα, ο Ροδόλφος (ή ίσως ο Ραφαήλ) πίστευε ότι ο συγγραφέας ήταν ο Φραγκισκανός μοναχός και λόγιος Ρότζερ Μπέικον (1214-1294).

 Αν και ο Μάρτσι είχε επιφυλάξεις ως προς τον ισχυρισμό αυτό, ο Βόινιτς πίστεψε ότι ήταν βάσιμος και έκανε ότι μπορούσε για να τον επιβεβαιώσει. Η πεποίθησή του αυτή επηρέασε τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης για τα επόμενα 80 χρόνια. Ωστόσο, μελετητές που έχουν εξετάσει το χειρόγραφο και είναι εξοικειωμένοι με το έργο του Μπέικον έχουν ρητά απορρίψει αυτή την πιθανότητα. Ο Μνισόβσκι πέθανε το 1644, και η αγορά στην οποία αναφέρεται πρέπει αναγκαστικά να έγινε πριν την εκδίωξη του Ροδόλφου το 1611, τουλάχιστον 55 χρόνια πριν από το γράμμα του Μάρτσι.

Τζων Ντη

 Η υπόθεση ότι ο Ρότζερ Μπέικον ήταν ο συγγραφέας του βιβλίου οδήγησε τον Βόινιτς στο συμπέρασμα ότι αυτός που πούλησε το χειρόγραφο στον Ροδόλφο δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τον Τζων Ντη (John Dee), μαθηματικό και αστρολόγο στην αυλή της βασίλισσας Ελισάβετ της Α΄, που κατείχε μεγάλο αριθμό χειρογράφων του Μπέικον. Ο Ντι και ο Έντουαρντ Κέλλυ έζησαν στη Βοημία για πολλά χρόνια, ελπίζοντας να προσφέρουν έμμισθες υπηρεσίες στον αυτοκράτορα. Όμως το σχολαστικά ενημερωμένο ημερολόγιο του Ντι δεν αναφέρει πουθενά την πώληση του βιβλίου, πράγμα που την κάνει μάλλον απίθανη.

Έντουαρντ Κέλλυ

 Σύμφωνα με τον Γκόρντον Ραγκ που διεξήγαγε έρευνα για το έγγραφο και το θεωρεί απάτη, ο συνεργάτης του Ντη στη Πράγα, Έντουαρντ Κέλλυ (Edward Kelley), ήταν πιθανός συγγραφέας του βιβλίου

Βίλφριντ Βόινιτς

 Πολλοί υποπτεύθηκαν ότι ο ίδιος ο Βόινιτς πλαστογράφησε το χειρόγραφο. Ως έμπειρος παλαιοβιβλιοπώλης, πιθανότατα είχε και τις γνώσεις και τα μέσα για κάτι τέτοιο· κι ένα «χαμένο βιβλίο» του Βάκωνα θα άξιζε μια περιουσία. Όμως, με τη χρονολόγηση του χειρόγραφου από ειδικούς και την πρόσφατη ανακάλυψη του γράμματος του Μπάρες στον Κίρχερ, αποκλείστηκε και αυτή η πιθανότητα.

Γιάκομπους Σινάπιους

 Ένα φωτοστατικό αντίγραφο της πρώτης σελίδας του χειρόγραφου, που έγινε από τον Βόινιτς κάποια στιγμή πριν το 1921, έδειξε ότι υπήρχε κάποια επιγραφή που σχεδόν είχε σβήσει. Με τη χρήση χημικών, στο κείμενο εμφανίστηκε το όνομα Jacobj `a Tepenece. Το όνομα αυτό αποδίδεται στον Γιακούμπ Χορτσίτσκι (Jakub Horcický) του Τέπενετς, γνωστό και με το λατινικό του όνομα: Γιάκομπους Σινάπιους (Jacobus Sinapius). Ήταν ειδικός στη βοτανολογία, προσωπικός γιατρός του Ροδόλφου του Β' και επιστάτης των βοτανικών του κήπων. Ο Βόινιτς, και πολλοί μετά από αυτόν, συμπέραναν από αυτή την επιγραφή ότι ο Γιάκομπους κατείχε το βιβλίο πριν από τον Μπάρες, και σε αυτό το γεγονός είδαν την επιβεβαίωση της ιστορίας του Ραφαήλ. Άλλοι πρότειναν ότι ο ίδιος ο Γιάκομπους θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας.

 Όμως, ο γραφικός χαρακτήρας της επιγραφής δε μοιάζει με την υπογραφή του Γιάκομπους, που βρέθηκε πρόσφατα σε ένα έγγραφο.Έτσι, είναι επίσης πιθανό ότι η επιγραφή στη σελίδα f1r προστέθηκε από έναν μεταγενέστερο ιδιοκτήτη ή βιβλιοθηκάριο, και εκφράζει μόνο την άποψη αυτού του προσώπου για την πατρότητα του βιβλίου (στα ιησουιτικά βιβλία ιστορίας που ήταν διαθέσιμα στον Κίρχερ, ο μορφωμένος από Ιησουίτες Γιάκομπους είναι ο μόνος αλχημιστής-γιατρός από την αυλή του Ροδόλφου που κρίνεται άξιος μιας σελίδας κειμένου, ενώ για παράδειγμα για τον Τύχο Μπράχε υπάρχει μια απλή αναφορά). Επιπλέον, τα χημικά που χρησιμοποίησε ο Βόινιτς κατέστρεψαν τον πάπυρο, έτσι ώστε μόνο ένα ίχνος της υπογραφής φαίνεται σήμερα· αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υφίσταται η υποψία πως η υπογραφή προστέθηκε από τον Βόινιτς προκειμένου να ενισχύσει τη θεωρία της προέλευσης του κειμένου από τον Μπέικον.

Αντόνιο Αβερλίνο

Στο βιβλίο που εξέδωσε το 2006 ο Νικ Πέλινγκ πρότεινε μια εναλλακτική θεωρία σύμφωνα με την οποία το χειρόγραφο γράφτηκε από τον Αντόνιο Αβερλίνο, Ιταλό αρχιτέκτονα της Αναγέννησης, προκειμένου να κρυπτογραφήσει και να μεταφέρει στρατιωτικά μυστικά και μηχανικές κατασκευές από τα ταξίδια του στην οθωμανική αυτοκρατορία.

Κορνέλις Ντρέμπελ

 Ο Ρίτσαρντ ΣάνταΚολόμα (Richard SantaColoma) υπέθεσε ότι το χειρόγραφο συνδέεται πιθανώς με τον Κορνέλις Ντρέμπελ, υπονοώντας αρχικά ότι ήταν κρυπτογράφημα των σημειώσεών του στη μικροσκοπία και την αλχημεία και υποθέτοντας αργότερα ότι συνδέεται με το ουτοπικό μυθιστόρημα του Φράνσις Μπέικον Νέα Ατλαντίς στο οποίο φέρονται εμφανίζονται θέματα σχετικά με τον Ντρέμπελ.

Θεωρίες για το περιεχόμενο και τον σκοπό του βιβλίου

Τρισέλιδο που περιλαμβάνει ένα χάρτη φαινομενικά αστρονομικό

Η συνολική εντύπωση που δίνεται από τις σωζόμενες σελίδες του χειρογράφου δείχνει ότι προοριζόταν για χρήση ως φαρμακολόγιο ή περιγράφει θέματα μεσαιωνικής ή πρώιμης σύγχρονης ιατρικής. Παρόλα αυτά, οι μπερδεμένες λεπτομέρειες των εικονογραφήσεων έχουν δώσει τροφή για πολλές θεωρίες σχετικά με την προέλευση του βιβλίου, το περιεχόμενό του, και το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε. Ακολουθούν μερικές μόνο:

Βοτανολόγιο

 Η πρώτη ενότητα του βιβλίου είναι σχεδόν σίγουρα ένα βοτανολόγιο, αλλά οι προσπάθειες να αναγνωριστούν τα φυτά, είτε συγκρίνοντάς τα με πραγματικά δείγματα είτε με τις εικόνες βοτανολογίων της εποχής έχουν γενικά αποτύχει.

Αλχημεία

 Οι λίμνες και οι σωλήνες στη «βιολογική» ενότητα μοιάζουν να παραπέμπουν στην αλχημεία, που θα ήταν επίσης σχετική αν το βιβλίο περιείχε οδηγίες για την παρασκευή φαρμακευτικών ουσιών. Όμως, τα αλχημιστικά βιβλία της εποχής μοιράζονται μια κοινή γλώσσα εικόνων και συμβόλων, όπου οι διαδικασίες και τα υλικά αντιπροσωπεύονται από συγκεκριμένες εικόνες (αετός, βάτραχος, ο άντρας στον τάφο, το ζευγάρι στο κρεβάτι κλπ) ή καθορισμένους χαρακτήρες (κύκλος με σταυρό κλπ), και τίποτε απ' αυτά δεν έχει ουσιαστικά βρεθεί στο χειρόγραφο Βόινιτς.

Αλχημιστικό βοτανολόγιο

 Ο Σέρτζιο Τορεζέλλα, ειδικός στα αρχαία βότανα, επεσήμανε ότι το χειρόγραφο θα μπορούσε να είναι «αλχημιστικό βοτανολόγιο», που στην πραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με αλχημεία, αλλά ήταν απλά ένα ψεύτικο βοτανολόγιο με επινοημένες εικόνες, που κάποιος κομπογιαννίτης γιατρός χρησιμοποιούσε για να εντυπωσιάζει τους πελάτες του. Φαίνεται ότι υπήρχε μια μικρή «βιομηχανία» τέτοιων βιβλίων κάπου στη Βόρεια Ιταλία, σχεδόν την ίδια εποχή με το βιβλίο. Όμως, εκείνα τα βιβλία διαφέρουν από το χειρόγραφο σε στυλ και μορφή, και ήταν όλα γραμμένα σε απλή γλώσσα.

Αστρολογικό βοτανολόγιο

 Οι αστρολογικές προβλέψεις πάντα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη συγκομιδή των βοτάνων, την αφαίμαξη και άλλες ιατρικές διαδικασίες που συνηθίζονταν την εποχή που δημιουργήθηκε το βιβλίο. Πάντως, εκτός από τα γνωστά Ζωδιακά σύμβολα, και ένα διάγραμμα που πιθανόν απεικονίζει τους κλασσικούς πλανήτες, κανείς δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει τις εικόνες με βάση τις γνωστές αστρολογικές παραδόσεις (ευρωπαϊκές ή άλλες).

Μικροσκόπια και τηλεσκόπια

 Μια κυκλική εικόνα στην «αστρονομική» ενότητα δείχνει αντικείμενο ακαθόριστου σχήματος με τέσσερεις κυρτούς «βραχίονες», κάτι που μερικοί έχουν ερμηνεύσει ως απεικόνιση ενός γαλαξία, που θα μπορούσε να παρατηρηθεί μόνο με τηλεσκόπιο. Άλλες εικόνες ερμηνεύτηκαν σαν κύτταρα, παρατηρημένα με μικροσκόπιο. Αυτό θα σήμαινε ότι το χειρόγραφο δημιουργήθηκε στην πρώιμη σύγχρονη αντί για τη μεσαιωνική εποχή. Όμως, οι ομοιότητες αυτές των εικόνων με γαλαξίες και κύτταρα είναι αμφισβητούμενες: με πιο προσεκτική παρατήρηση, το κέντρο του «γαλαξία» φαίνεται περισσότερο σαν λίμνη με νερό.

Ταυτοποιήσεις

 Το 2014, Ο Άρθουρ Ο.Τάκερ (Arthur O. Tucker) και ο Ρέξφορντ Χ. Τάλμπερτ (Rexford H. Talbert) δημοσίευσαν μία μελέτη σύμφωνα με την οποία ισχυρίζονται ότι ταυτοποίησαν 37 φυτά, 6 ζώα, και 1 ορυκτό, τα οποία αναφέρονται στο χειρόγραφο.[38] Τα συγκεκριμένα είδη απαντώνται στη Νέα Ισπανία και τις γύρω περιοχές. Κάτι τέτοιο προσδίδει σχετική χρονολόγηση στο χειρόγραφο την περίοδο 1521 έως περίπου το 1576, γεγονός που δε συμφωνεί με τα αποτελέσματα της ραδιοχρονολόγησης της περγαμηνής. Η συγκεκριμένη ανάλυση έχει δεχτεί την κριτική αρκετών ερευνητών της υπόθεσης.

Θεωρίες για τη γλώσσα

 Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί όσον αφορά τη «γλώσσα» στην οποία είναι γραμμένη το χειρόγραφο. Αυτός είναι μόνο ένας ενδεικτικός κατάλογος.

Κώδικας αντικατάστασης

 Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το χειρόγραφο περιέχει κείμενο κατανοητό σε κάποια ευρωπαϊκή γλώσσα, που σκόπιμα παραποιήθηκε και έγινε ακατανόητο με τη μετατροπή του στο «αλφάβητο» Βόινιτς δια μέσω κάποιου είδους κρυπτοσυστήματος, ενός αλγόριθμου που δρούσε σε μεμονωμένα γράμματα.

 Αυτή ήταν και η υπόθεση εργασίας για τις περισσότερες προσπάθειες αποκρυπτογράφησης που έγιναν κατά τον εικοστό αιώνα, μια από τις οποίες από (ανεπίσημη) ομάδα μελών του NSA υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ Φρίντμαν στις αρχές της δεκαετίας του '50. Οι απλοί κώδικες αντικατάστασης μπορούν να αποκλειστούν, επειδή είναι πολύ εύκολο να σπάσουν. Έτσι οι προσπάθειες κρυπτανάλυσης επικεντρώθηκαν στους πολυαλφαβητικούς κώδικες, που επινοήθηκαν από τον Λέον Μπαττίστα Αλμπέρτι στα 1460. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνεται ο περίφημος κώδικας Vigenère, που θα μπορούσε να είχε ενισχυθεί με τη χρήση τυφλών ή/και ισοδύναμων συμβόλων, αναγραμματισμών, παραπειστικών διαστημάτων ανάμεσα στις λέξεις κ.α. Κάποιοι υπέθεσαν ότι τα φωνήεντα σβήστηκαν πριν κρυπτογραφηθεί το κείμενο. Πολλές παρόμοιες υποθέσεις έχουν γίνει, αλλά καμία δεν έγινε πλατιά δεκτή, κυρίως επειδή οι προτεινόμενοι αλγόριθμοι κρυπτογράφησης εξαρτώνται από τόσες πολλές υποθέσεις από την πλευρά του χρήστη, που θα μπορούσε να εξαχθεί κατανοητό κείμενο από οποιαδήποτε τυχαία σειρά χαρακτήρων.

 Το κύριο επιχείρημα αυτής της θεωρίας είναι ότι η χρήση ενός περίεργου αλφάβητου από έναν Ευρωπαίο συγγραφέα δεν εξηγείται παρά μόνο ως προσπάθεια να αποκρυφτούν οι πληροφορίες. Πράγματι, ο Ρότζερ Μπέικον είχε κρυπτογραφικές γνώσεις, και η εκτιμώμενη ημερομηνία δημιουργίας του εγγράφου συμπίπτει χοντρικά με την γέννηση της κρυπτογραφίας ως συστηματική επιστήμη. Εναντίον αυτής της θεωρίας υπάρχει το επιχείρημα ότι η χρήση ενός πολυαλφαβητικού κώδικα θα κατέστρεφε τα «φυσιολογικά» στατιστικά χαρακτηριστικά του χειρογράφου, όπως το ότι ακολουθεί το Νόμο του Ζιπφ. Επίσης, αν και οι πολυαλφαβητικοί κώδικες αντικατάστασης εφευρέθηκαν γύρω στο 1467, οι παραλλαγές τους έγιναν δημοφιλείς τον 16ο αιώνα, κάπως αργά σε σχέση με την εκτιμώμενη χρονολογία δημιουργίας του βιβλίου.

Κώδικας σημειωματάριου

 Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι «λέξεις» του χειρόγραφου Βόινιτς στην πραγματικότητα είναι κώδικες που αντιστοιχούν σε άλλες λέξεις ενός «λεξικού» ή «σημειωματάριου» όπου βρίσκονται οι αντίστοιχες κανονικές λέξεις. Η κυριότερη απόδειξη για αυτή τη θεωρία είναι ότι η εσωτερική δομή και η κατανομή μηκών των λέξεων είναι παρόμοιες με αυτές των ρωμαϊκών αριθμών που, εκείνη την εποχή, θα ήταν φυσική επιλογή για τους κώδικες. Όμως, οι κώδικες που βασίζονται σε βιβλία είναι κατάλληλοι μόνο για σύντομα μηνύματα, επειδή είναι δύσκολο να γραφούν και να διαβαστούν.

Οπτικός κώδικας

  Ο Τζέιμς Φιν, στο βιβλίο του «Η ελπίδα της Πανδώρας» του 2004 προτείνει ότι το χειρόγραφο είναι στην πραγματικότητα κωδικοποιημένα Εβραϊκά. Αν τα γράμματα του βιβλίου μεταγραφούν σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Αλφάβητο Βόινιτς, πολλές από τις λέξεις του μπορούν να θεωρηθούν εβραϊκές, που επαναλαμβάνονται με διάφορες παραμορφώσεις για να μπερδέψουν τον αναγνώστη. Για παράδειγμα, η λέξη ΑΙΝ από το χειρόγραφο είναι η εβραϊκή λέξη για το «μάτι», και εμφανίζεται σε διάφορες παραλλαγές όπως «aiin» ή «aiiin», έτσι ώστε να φανεί ότι πρόκειται για διαφορετικές λέξεις. Χρησιμοποιούνται επίσης κι άλλες μέθοδοι οπτικής κρυπτογράφησης. Το κύριο επιχείρημα υπέρ αυτής της θεωρίας είναι το ότι θα εξηγούσε την αποτυχία των περισσότερων ερευνητών στην αποκρυπτογράφηση του χειρόγραφου, καθώς βασίζονται σε πιο μαθηματικοποιημένες μεθόδους. Το κύριο επιχείρημα εναντίον της είναι ότι μια τέτοια ποιοτική κρυπτογράφηση θα δυσκόλευε πάρα πολύ έναν αποκωδικοποιητή, με δεδομένες τις πολλές διαφορετικές οπτικές ερμηνείες ενός συγκεκριμένου κειμένου. Θα ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τι ποσοστό της ερμηνείας θα βασιζόταν στο αυθεντικό κείμενο, και τι ποσοστό θα ήταν απλή αντανάκλαση της υποκειμενικής προδιάθεσης του αποκωδικοποιητή.

Μικρογραφία

 Μετά την επανεμφάνιση του χειρόγραφου το 1912, μια από τις πρώτες προσπάθειες να αποκαλυφθεί το μυστικό του βιβλίου (και μια από τις πρώτες διαβεβαιώσεις για την αποκρυπτογράφησή του) έγινε το 1921 από τον Ουίλιαμ Νιούμπολντ του Πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια. Η υπόθεσή του ήταν ότι το κείμενο δεν είχε κάποιο συγκεκριμένο νόημα, αλλά το κάθε «γράμμα» στην πραγματικότητα αποτελούνταν από μια σειρά μικροσκοπικών χαρακτήρων, ορατών μόνο με μεγέθυνση. Αυτά τα σύμβολα, που βασίζονταν στην αρχαία ελληνική στενογραφία, υποτίθεται ότι συγκροτούσαν ένα δεύτερο επίπεδο κειμένου που περιείχε το πραγματικό περιεχόμενο των γραφομένων. Με βάση αυτά, ο Νιούμπολντ ισχυρίστηκε ότι αποκρυπτογράφησε ολόκληρες παραγράφους, που αποδείκνυαν όχι μόνο ότι ο Βάκων έγραψε το βιβλίο, αλλά και ότι είχε χρησιμοποιήσει μικροσκόπιο τετρακόσια χρόνια πριν απ' τον Λέβενχουκ.

 Παρόλα αυτά, ο Τζον Μάνλυ του Πανεπιστημίου του Σικάγο επεσήμανε σημαντικές αδυναμίες σε αυτή τη θεωρία. Κάθε στενογραφικός χαρακτήρας μπορούσε να έχει πολλές ερμηνείες, χωρίς να υπάρχει αξιόπιστος τρόπος να καθοριστεί ποια από αυτές ίσχυε κάθε φορά. Επίσης, η μέθοδος του Νιούμπολντ απαιτούσε την αναδιάταξη των γραμμάτων κατά βούληση μέχρις ότου παράγονταν κατανοητά Λατινικά. Αυτοί και μόνο οι παράγοντες έδιναν στο σύστημα τόση ελαστικότητα, ώστε σχεδόν οτιδήποτε θα μπορούσε να «διαβαστεί» στα μικροσκοπικά σύμβολα, που έτσι κι αλλιώς ήταν από μόνα τους παραπλανητικά. Αν και υπάρχει μια εβραϊκή παράδοση στη μικρογραφία, δεν είναι ούτε στο ελάχιστο τόσο πολύπλοκη και συμπυκνωμένη όσο υποστήριξε ο Νιούμπολντ. Με μια κοντινότερη ματιά, οι «χαρακτήρες» φαίνονται να είναι απλό αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο το μελάνι ραγίζει, καθώς στεγνώνει πάνω στην περγαμηνή. Χάρη στην πλήρη κατάρριψη της θεωρίας από τον Μάνλυ, το ενδεχόμενο της μικρογραφίας σήμερα θεωρείται εκτός συζήτησης.

Στεγανογραφία

 Αυτή η θεωρία υποστηρίζει ότι το κείμενο του χειρόγραφου είναι ως επί το πλείστον χωρίς νόημα, αλλά περιέχει χρήσιμη πληροφορία κρυμμένη σε δευτερεύουσες λεπτομέρειες-για παράδειγμα, στο δεύτερο γράμμα κάθε λέξης, ή τον αριθμό των γραμμάτων κάθε γραμμής. Αυτή η πρακτική, που λέγεται στεγανογραφία, είναι πολύ παλιά και περιγράφεται από τον Γιοχάννες Τριθέμιους (Johannes Trithemius) στα 1499. Κάποιοι υποστήριξαν ότι το κείμενο εξάγεται με κάποιου είδους πλέγμα Κάρνταν. Αυτή η θεωρία είναι δύσκολο είτε να αποδειχθεί είτε να διαψευσθεί, καθώς οι στεγανογραφίες ποικίλλουν ως προς το βαθμό δυσκολίας της αποκρυπτογράφησης. Ένα επιχείρημα εναντίον της είναι ότι η χρήση ενός φαινομενικά κρυπτογραφημένου κειμένου ως κάλυψη αντίκειται στο βασικό σκοπό της στεγανογραφίας, που είναι να κρύψει την ίδια την ύπαρξη κρυφού μηνύματος.

Κάποιοι πρότειναν ότι το κατανοητό κείμενο θα μπορούσε να κρύβεται στο μήκος ή το σχήμα ορισμένων σημαδιών της πένας.

Εξωτική φυσική γλώσσα

 Το 1976, Ο Τζέιμς Τσάιλντ της NSA πρότεινε ότι το χειρόγραφο είναι γραμμένο σε «άγνωστη έως τώρα βόρεια γερμανική διάλεκτο».Όντας γλωσσολόγος εξειδικευμένος στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες ο Τσάιλντ επιβεβαίωσε ότι ταυτοποίησε στο χειρόγραφο σύνταξη, αρκετά στοιχεία της οποίας θυμίζουν ορισμένες γερμανικές γλώσσες, παρόλο που το περιεχόμενο είναι ιδιαίτερα νεφελώδες.

 Στα τέλη του 2003, ο Πολωνός Ζμπίγκνιου Μπάνασικ υποστήριξε ότι το χειρόγραφο είναι κείμενο στη γλώσσα Μαντσού και κυκλοφόρησε μια ημιτελή μετάφραση της πρώτης σελίδας του χειρόγραφου.

Τεχνητή γλώσσα

 Η περίεργη εσωτερική δομή των «λέξεων» του χειρόγραφου οδήγησε τους Γουίλιαμ Φρίντμαν και Τζον Τίλτμαν στο συμπέρασμα ότι το κείμενο είναι μια τεχνητή γλώσσα-ειδικότερα, μια «φιλοσοφική» τεχνητή γλώσσα. Σε γλώσσες αυτής της κατηγορίας, το λεξιλόγιο οργανώνεται σύμφωνα με ένα σύστημα κατηγοριοποίησης, έτσι ώστε το γενικότερο νόημα μιας λέξης να μπορεί να εξαχθεί από την ακολουθία των γραμμάτων. Για παράδειγμα, στη σύγχρονη τεχνητή γλώσσα Ρο, το πρόθεμα bofo- χαρακτηρίζει την κατηγορία των χρωμάτων, και κάθε λέξη που ξεκινά με αυτά τα γράμματα αναφέρεται σε ένα χρώμα: το «κόκκινο» είναι bofoc, και το «κίτρινο» bofof. (Αυτή είναι μια ακραία παραλλαγή του Συστήματος κατηγοριοποίησης της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου που χρησιμοποιείται από πολλές βιβλιοθήκες. Σ' αυτό το σύστημα, το «Ρ» αντιπροσωπεύει την κατηγορία «γλώσσα και λογοτεχνία», το «ΡΑ» την Ελληνική γλώσσα και τα Λατινικά, κλπ).

Η ιδέα αυτή είναι αρκετά παλιά και ανήκει στον Τζον Ουίλκινς (John Wilkins)[46] από τα 1668, μεταγενέστερα βέβαια της δημιουργίας του χειρόγραφου κατά δύο αιώνες. Στα περισσότερα γνωστά παραδείγματα, οι κατηγορίες υποδιαιρούνται βάσει των καταλήξεων των λέξεων. Έτσι, ένα κείμενο που πραγματεύεται ένα συγκεκριμένο θέμα θα περιείχε πολλές λέξεις με το ίδιο πρόθεμα: για παράδειγμα, όλα τα ονόματα φυτών θα ξεκινούσαν με τα ίδια γράμματα, το ίδιο και οι αρρώστιες κλπ. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την επαναληπτική φύση του κειμένου Βόινιτς. Πάντως, κανείς δεν μπόρεσε ακόμη να αποδώσει ένα συγκεκριμένο νόημα σε κάποια πρόθεση ή κατάληξη λέξεων του χειρογράφου.

Γλωσσολαλιά

 Στο βιβλίο τους, οι Κέννεντυ και Τσώρτσιλ επισημαίνουν την πιθανότητα το χειρόγραφο να είναι προϊόν μιας περίπτωσης γλωσσολαλιάς, επικοινωνίας με το υπερπέραν ή τέχνης του περιθωρίου.

 Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ο συγγραφέας του βιβλίου αναγκάστηκε να γράψει μεγάλα κομμάτια κειμένου κατά ένα τρόπο που θυμίζει την αυτόματη γραφή, είτε υπακούοντας σε κάποιες «φωνές» είτε λόγω εσωτερικής παρόρμησης. Αν και στη γλωσσολαλιά το κείμενο συχνά γράφεται σε μια επινοημένη γλώσσα (που συνήθως είναι φτιαγμένη από κομμάτια της γλώσσας που μιλάει ο συγγραφέας), παρ' όλα αυτά η επινόηση ενός συστήματος γραφής γι' αυτό το σκοπό είναι σπάνιο φαινόμενο. Οι Κέννεντυ και Τσώρτσιλ φέρνουν ως παράδειγμα τα έργα της Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν και παραλληλίζουν τις εικόνες που έφτιαχνε όταν υπέφερε από σοβαρή ημικρανία με ορισμένες εικονογραφήσεις του χειρόγραφου, ειδικά με τους «ποταμούς αστεριών» που απαντώνται συχνά και την επαναλαμβανόμενη εμφάνιση των «νυμφών» στη βιολογική ενότητα.

 Η θεωρία είναι ουσιαστικά αδύνατο να επιβεβαιωθεί ή να διαψευσθεί, από τη στιγμή που δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί το κείμενο· οι ίδιοι οι Κέννεντυ και Τσώρτσιλ δεν έχουν πειστεί για την ορθότητά της, αλλά την εξετάζουν ως σοβαρή πιθανότητα. Ένα από τα προβλήματα αυτής της θεωρίας είναι ότι δεν μπορεί να εξηγήσει την σκόπιμη διάρθρωση του βιβλίου και τις προσεκτικά κατασκευασμένες ενότητες της βοτανικής και της κοσμολογίας.

Απάτη

 Τα περίεργα χαρακτηριστικά του κειμένου (όπως οι διπλές και τριπλές λέξεις), το ύποπτο περιεχόμενο των εικονογραφήσεων (όπως τα «συγκολλημένα» φυτά), η απουσία ιστορικών αναφορών και η σθεναρή αντίστασή του στις προσπάθειες αποκωδικοποίησης έχουν οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι το χειρόγραφο μπορεί να είναι απάτη.

 Το 2003, ο επιστήμονας της πληροφορικής Γκόρντον Ραγκ (Gordon Rugg) έδειξε ότι μπορούσε να κατασκευάσει κείμενο παρόμοιο με αυτό του χειρόγραφου, χρησιμοποιώντας πίνακες με προθέματα, θέματα και καταλήξεις λέξεων που επιλέγονταν και συνδυάζονταν με ένα διάτρητο χάρτινο πλαίσιο. Ο μηχανισμός αυτός, γνωστός σαν πλέγμα Κάρνταν (Cardan grille), εφευρέθηκε γύρω στα 1550 ως εργαλείο κρυπτογράφησης, λίγο μεταγενέστερα αλλά πάντως την ίδια εποχή με την εκτιμώμενη χρονολογία δημιουργίας τού χειρόγραφου. Μερικοί όμως ισχυρίζονται ότι από τη στιγμή που τα ψευδοκείμενα που δημιούργησε στα πειράματά του ο Ραγκ δεν έχουν τις ίδιες λέξεις και την ίδια στατιστική με το χειρόγραφο Βόινιτς, η ομοιότητά τους με τα «Βοϊνιτσιανά» είναι επιφανειακή.

 Το κύριο επιχείρημα για την αυθεντικότητα του κειμένου είναι γενικά ότι το χειρόγραφο είναι πολύ περίπλοκο για να κατασκευάστηκε με σκοπό την εξαπάτηση. Όπως αναφέρθηκε, πολλοί σοβαροί γλωσσολόγοι και ιστορικοί έχουν διαπιστώσει ότι το χειρόγραφο είναι πολύ περίπλοκο και ενδιαφέρον. Οι απάτες, ειδικά εκείνης της εποχής, τείνουν να είναι άτεχνες και χοντροκομμένες. Αν το χειρόγραφο είναι όντως απάτη, είναι παρ'όλα αυτά μια πολύ περίτεχνη απάτη, και το ερώτημα του γιατί δημιουργήθηκε παραμένει σε κάθε περίπτωση αναπάντητο. Οι μελετητές γλωσσών έχουν επισημάνει ότι το χειρόγραφο διαθέτει ορισμένες στατιστικές λέξεων που απαντώνται στις φυσικές γλώσσες, και τις οποίες δεν έχει, γενικά, το τυχαία δημιουργημένο κείμενο. Από την άλλη, κάποιες έρευνες δείχνουν ότι το τυχαίο κείμενο μπορεί να παρουσιάσει τέτοια χαρακτηριστικά. Όπως κι ο ίδιος ο Ραγκ παραδέχεται, η δυνατότητα κατασκευής ενός τέτοιου χειρογράφου με τεχνικές εκείνης της εποχής δεν σημαίνει απαραίτητα ότι το ίδιο το χειρόγραφο Βόινιτς είναι απάτη. Ούτε είναι αδύνατο, αν και όχι πολύ πιθανό, το τυχαίο κείμενο να παρουσιάζει κάποια στατιστική ομοιότητα με τις φυσικές γλώσσες. Έτσι, καμία από αυτές τις δυο θέσεις δεν μπορούμε να πούμε ότι κλείνει το θέμα.

 Το Απρίλιο του 2007, μια μελέτη του αυστριακού ερευνητή Αντρέας Σίνερ (Andreas Schinner) που εκδόθηκε στο Cryptologia υποστήριξε την υπόθεση της απάτης. Ο Σίνερ θεώρησε πως απέδειξε ότι οι στατιστικές ιδιότητες του κειμένου του χειρογράφου ήταν ασυνάρτητες φράσεις που παρήχθησαν από μία ημιστοχαστική μέθοδο σαν και αυτή που περιέγραψε ο Ραγκ. Ωστόσο, η σύγκρισή του είναι έγκυρη μόνο για κείμενα γραμμένα σε ευρωπαϊκές γλώσσες ή κείμενα κρυπτογραφημένα δι' απλής αντικατάστασης και όχι για την ιδιαίτερα σύνθετη κρυπτογραφική μέθοδο του χειρογράφου, αν υφίσταται βεβαίως κάτι τέτοιο.

 Στα τέλη του 2007 ο Κλωντ Μαρτέν (Claude Martin) ισχυρίστηκε επίσης ότι το χειρόγραφο είναι απάτη στηριγμένη σε αλγόριθμο για αναγραμματισμό. Παρόλο που μια τέτοια μέθοδος θα μπορούσε να παράγει κείμενο παρόμοιο με αυτό του χειρογράφου, δεν εξηγεί ικανοποιητικά γιατί θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί μια τόσο δύσκολη και χρονοβόρα μέθοδος για μια απάτη, συν το γεγονός ότι τέτοια μέθοδος δε χρησιμοποιείτο κατά τον μεσαίωνα.[50] Σε αυτή την περίπτωση το σημαντικότερο πιθανώς είναι ότι ο Μαρτέν αποφεύγει να εκθέσει τη λογική επαγωγή που τον οδήγησε σε αυτό το συμπέρασμα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις