Ο Άγιος Κυπριανός η ιστορία του και η μονή του Αγίου Κυπριανού στην Χασιά.
Σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση ο Άγιος Κυπριανός είναι ο Άγιος στον οποίο προσεύχονται οι πιστοί που θεωρούν ότι έχουν «χτυπηθεί» από τη μαγεία.
Ποια όμως είναι η ιστορία πίσω από τον Άγιο Κυπριανό και γιατί αυτός ειδικά θεωρείται ως ο κατεξοχήν Άγιος κατά της μαγείας;
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο Άγιος Κυπριανός ο οποίος έζησε τον 3ο αιωνα δεν ήταν καν Χριστιανός. Αντίθετα, ήταν ένας από τους πιο ονομαστούς μάγους της εποχής του. Λέγεται πως εξαιτίας της πολύ καλής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, είχε ταξιδέψει σε αρκετές χώρες και είχε διδαχθεί αποκρυφιστικες πρακτικές.
Κομβικό γεγονός στην ζωή του ήταν η προσπάθεια του να «μαγέψει» μια νεαρή γυναίκα, την Ιούστα, για λογαριασμό ενός ευγενή. Εκείνος ήθελε να την παντρευτεί αλλά εκείνη είχε αφιερωθεί στο Θεό, έτσι ο ευγενής πήγε στον πιο φημισμένο μάγο για να της κάνει μάγια.
Οι βιογράφοι του Αγίου Κυπριανού υποστηρίζουν πως ήταν τέτοια η δύναμη της πίστης της Ιούστας που ακόμη και τα πιο ισχυρά μάγια του δεν έπιαναν πάνω της. Λέγεται δε, πως ο ίδιος ο Σατανάς αποκάλυψε στον Κυπριανό πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Κυπριανός όχι μόνο σταμάτησε να ασκεί τη μαγεία αλλά βαπτίστηκε Χριστιανός. Έφτασε να γίνει μέχρι και Επίσκοπος.
Ο ίδιος χειροτόνησε την Ιούστα, διακόνισσα και της έδωσε το όνομα Ιουστίνη.
Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus, 210 - 14 Σεπτεμβρίου 258) ήταν επίσκοπος Καρχηδόνας και σημαντικός συγγραφέας της πρωτοχριστιανικής περιόδου, του οποίου σώζονται πολλά έργα στη λατινική γλώσσα. Έζησε και έδρασε κατά τον 3ο αιώνα, σε μια εποχή έντονων διωγμών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ο ίδιος μαρτύρησε για την πίστη του, γι αυτό καλείται μάρτυρας και Άγιος της Oρθόδοξης και της Kαθολικής εκκλησίας. Επίσης αντιμετώπισε σημαντικά εκκλησιαστικά ζητήματα που προέκυψαν στην εποχή του, όπως το βάπτισμα των αιρετικών και το ζήτημα της μετανοίας των πεπτωκότων, ενώ θεολογικά έδωσε μεγάλη βάση στην ενότητα της εκκλησίας μέσω της Θείας ευχαριστίας καθώς και της ενότητας και κοινωνίας των επισκόπων.
Γεννήθηκε το 210 στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση. Η μόρφωση που έλαβε σχετιζόταν κυρίως με τη ρητορική και τη φιλοσοφία, ενώ άσκησε και το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα, στη γενέτειρά του.
Στα νεανικά του χρόνια έζησε έντονη ζωή, υπήρξε ειδωλολάτρης και ασχολήθηκε με τη μαγεία, που στην περιοχή της Καρχηδόνας την εποχή του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Μάλιστα είχε καταστεί και γνωστός μάγος στην περιοχή, ενώ μετέβη και στην Αντιόχεια, που ήταν το πολιτιστικό κέντρο της εποχής, συνεχίζοντας και διευρύνοντας την τέχνη της μαγείας.
Η διαδικασία μεταστροφής του Κυπριανού ξεκίνησε από την εποχή που βρέθηκε στη Αντιόχεια. Ο ίδιος ήταν φορέας υψηλής παιδείας και στο πέρασμα των ετών αντιλήφθηκε πως η ειδωλολατρεία και η μαγεία κατέρρεαν υπό το καθεστώς της δυναμικής εμφάνισης του χριστιανισμού. Σε αυτή την εσωτερική αναζήτηση γνώρισε τον άνθρωπο ο οποίος θα τον επηρέαζε βαθύτατα και αυτός ήταν ο πρεσβύτερος Καικίλιος (Ιερώνυμος, De Viris Illustribus, 68) ή Καικιλιανός (Πόντιος, Vita Cypriani, 4), στον οποίο όφειλε και τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. Ο ίδιος βαπτίσθηκε το Μεγάλο Σάββατο του 246.
Ύστερα από πιέσεις των συμπατριωτών του, νεοφώτιστος ακόμα Χριστιανός, αποδέχθηκε να εισαχθεί στον κλήρο και σε σύντομο χρονικό διάστημα έλαβε με σειρά όλα τα αξιώματα του κατωτέρου κλήρου (αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος), στην Καρχηδόνα. Με την εισαγωγή του στον κλήρο άμεσα διενήργησε σημαντικό έργο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά του κηρύγματα για την προσέλκυση ειδωλολατρών, έργο που άρχισε άμεσα να αποδίδει καρπούς. Έτσι μόλις ένα έτος μετά από νέες πιέσεις, χειροτονείται πρεσβύτερος. Η φήμη του εξαπλώνεται πέρα από την Καρχηδόνα και οι λαμπροί λόγοι του από άμβωνος θα γίνουν σημείο αναφοράς. Δύο έτη αργότερα ο επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος απεβίωσε και με καθολική στήριξη του ποιμνίου εξελέγη επίσκοπος Καρχηδόνας. Αυτό συνέβη προς τα τέλη του έτους 248 ή τις αρχές του 249.
Από τα τέλη του έτους 249 μέχρι το 251 η Εκκλησία γνώρισε τον σκληρό διωγμό του Δέκιου. Ο Κυπριανός, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν προς το πρόσωπό του οι Εθνικοί, προτίμησε να αποσυρθεί σε ένα καταφύγιο κοντά στην Καρχηδόνα και από εκεί να ποιμαίνει το λαό του. Η πατρική αγάπη και η ποιμαντική μέριμνα προς το λαό του, πνευματική και υλική, η σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών του, η εμμονή στην παράδοση και η ορθοπραξία του προσέδωσαν μεγάλο κύρος στον ιερό Πατέρα και έτσι καταξιώθηκε στη συνείδηση των Χριστιανών της καθολικής Εκκλησίας. Το 251 επέστρεψε στα καθήκοντά του αφού ο διωγμός έπαψε, αλλά το έτος 252 διετάχθη και νέος διωγμός στην περιοχή της Καρχηδόνος, την ώρα που επιδημία πανώλης έπληξε την πόλη. Ο ίδιος αυτήν την εποχή συγκέντρωσε του χριστιανούς και διενήργησε μεγάλο έρανο για ενίσχυση των ανθρώπων της πόλεως ανεξαιρέτως πίστης, ενώ ο ίδιος από κοντά ενίσχυε, παρηγορούσε και συμπαραστεκόταν στους αρρώστους και τις οικογένειές τους.
Η λήξη του διωγμού σήμανε και την έναρξη των προβλημάτων, είτε αυτά αφορούσαν την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας είτε σοβαρά ποιμαντικά ζητήματα. Ένα τέτοιο οξύ πρόβλημα, που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί, ήταν εκείνο που αφορούσε την επιστροφή των πεπτωκότων (Λατ. lapsi) στους κόλπους της μητέρας Εκκλησίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν όσοι Χριστιανοί προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού. Αυτοί χαρακτηρίσθηκαν ως θυσιάσαντες (sacrificati - thurificati). Υπήρχε όμως και η κατηγορία εκείνων, οι οποίοι δεν τέλεσαν θυσιαστική πράξη. Αυτοί, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό, προσκόμισαν έγγραφα από τους ομολογητές, τα οποία, εκτός του ότι βεβαίωναν τη μη τέλεση της θυσίας, επείχαν και τη θέση αφέσεως (libelli). Όσοι είχαν εξασφαλίσει τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως λιβελλοφόροι (libellatici).
Οι απόψεις των εκκλησιαστικών ανδρών για την επάνοδο των πεπτωκότων στην Εκκλησία ήταν διχασμένες. Οι αυστηρότερες ομάδες απέκλειαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ οι ίδιοι οι πεπτωκότες αποζητούσαν λύσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Πίστευαν πως για την επάνοδό τους αρκούσε η προσκόμιση αφέσεων (libelli) από τους ομολογητές. Ο Κυπριανός ήταν υπέρ της άποψης να εκδηλώσουν οι θυσιάσαντες την ειλικρινή, μακρά και έμπρακτη μετάνοιά τους στο σώμα της Εκκλησίας. Επίσης, διαφωνούσε με την αντιεκκλησιαστική πρακτική της παροχής των αφέσεων από τους Ομολογητές. Το αδιέξοδο ήταν προφανές και ο άγιος συγκάλεσε το έτος 251 Σύνοδο στην Καρχηδόνα, προς εξεύρεση λύσης. Η Σύνοδος αποδέχθηκε τις απόψεις του Κυπριανού και έτσι δόθηκε λύση στο πρόβλημα.
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που δεν αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και λειτούργησαν σχισματικά. Έτσι, δημιουργήθηκε μία ομάδα αντιφρονούντων από πέντε πρεσβυτέρους και το διάκονο Φηλικίσσιμο, που επονομάστηκε Σχίσμα του Φηλικίσσιμου η οποία εξέλεξε επίσκοπο τον Φορτουνάτο. Μία άλλη ομάδα, μοντανιστικών τάσεων, εξέλεξε ως επίσκοπο τον Μάξιμο. Ο Κυπριανός, όμως, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και στις αποφάσεις της Συνόδου, γεγονός που τον καταξίωσε στη συνείδηση της Εκκλησίας.
Το έτος 254 ανέκυψε το πρόβλημα του αναβαπτισμού των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας το έθος της βορειοαφρικανικής Εκκλησίας, αλλά και εκείνων της Μικράς Ασίας, ξαναβάφτιζε τους αιρετικούς που επέστρεφαν στους κόλπους της καθολικής Εκκλησίας και δεν είχαν τελέσει πρωτύτερα κανονικό βάπτισμα σε αυτήν. Το ίδιο έπραττε και στην περίπτωση εκείνων, που είχαν τελέσει βάπτισμα μέσα στις σχισματικές Εκκλησίες. Αντίθετη ήταν η άποψη του επισκόπου Ρώμης Στέφανου, ο οποίος θεωρούσε έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών. Υποστήριζε, μάλιστα, πως αρκούσε για την επάνοδό τους η επίθεση των χειρών.
Για το θέμα αυτό συνήλθαν τρεις σύνοδοι στην Καρχηδόνα. Η πρώτη το έτος 255 με τη συμμετοχή 31 επισκόπων και οι άλλες δύο μέσα στο έτος 256, στις οποίες συμμετείχαν 71 επίσκοποι την πρώτη φορά και 87 επίσκοποι τη δεύτερη. Οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων δικαίωσαν την πρακτική και τη στάση του αγίου Κυπριανού. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Στέφανο Ρώμης και αφόρισε τον άγιο, χωρίς όμως να προλάβει να λάβει κανονική ισχύ η καταδικαστική απόφαση.
Από το έτος 256 άρχισαν και πάλι οι διώξεις κατά των Χριστιανών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στο χωριό Κούρουβη. Ένα έτος αργότερα επανέκαμψε στην έδρα του, όμως ανθύπατος της περιοχής Γαλέριος, εξέδωσε διάταγμα να επανασυλληφθεί ύστερα από κατηγορίες σε βάρος του. Έτσι οδηγήθηκε ενώπιον του. Μη αποδεχόμενος να εκπέσει της πίστεως του μετά από βασανισμούς αποφασίσθηκε ο αποκεφαλισμός του στις 14 Σεπτεμβρίου 258.
Ο άγιος "παρέδωσε το πνεύμα του", αφού πρώτα δήλωσε με παρρησία, μπροστά στον Ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο, τη χριστιανική του ιδιότητα και την άρνησή του να προδώσει τους Χριστιανούς που κρύβονταν για να γλιτώσουν από το θάνατο. Εμπιστεύτηκε τα ιερά άμφια στους διακόνους του, προσευχήθηκε γονατιστός και πρόσφερε 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιό του ως φιλοδώρημα.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Οκτωβρίου και από τη Ρωμαιοκαθολική στις 16 Σεπτεμβρίου.
Το συγγραφικό έργο του Κυπριανού Καρχηδόνας αποτελείται από επιστολές και σύντομες περιστασιακές πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα.
Ad Donatum (Προς το Δονάτο), CCL III, A (1976) και SCh 291(1982).
Quod idola dii non sint (Γιατί τα είδωλα δεν είναι θεοί), CSEL III, 1.
De habitu virginum (Περί της ενδυμασίας των παρθένων), CSEL III, 1.
Testimoniarum libri III ad Quirinum (Μαρτυριών τρία βιβλία προς τον Κυρίνο), CCL III (1972).
De Lapsis (Περί των Πεπτωκότων), CCL III (1972). Νεοελληνική απόδοση από τον Φώτιο Ιωαννίδη,εκδ.Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2013
De Catholicae Ecclesiae unitate (Περί της ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας), SCh 9(1942) και CCL III (1972). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπονήθηκε από τον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, De Catholicae Ecclesiae Unitate, επιστολαί 73, 66, 46, 74, 10, 70 (Μετάφρασις εκ του λατινικού μετ’ εισαγωγής), Αθήναι 1968.
De mortalitate (Περί του θανάτου), CCL III, A (1976).
De Domenica Oratione (Περί της Κυριακής Προσευχής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπόνησε ο Δ. Μενάγιας, Ευαγγελικός Κήρυξ 9(1865) και ο Αρχιμ. Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί υποθήκαι περί της Κυριακής προσευχής (De Domenica Oratione). Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2003.
De opere et eleemosynis (Περί έργων και ελεημοσύνης), CCL III A (1976).
Ad Demetrianum (Προς το Δημητριανό), CCL III A (1976) και SCh 467(2003).
De bono patientiae (Περί του αγαθού της υπομονής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 7(1863) και ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί Υποθήκαι περί του αγαθού της υπομονής (De bono patientiae), Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2004.
Ad Fortunatum (Προς το Φορτουνάτο), CCL III (1972).
De zelo et livore (Περί ζήλιας και φθόνου), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 1(1857).
Διασώθηκε επίσης ένα corpus, αποτελούμενο από 81 Επιστολές. Από αυτές, οι 65 γράφτηκαν από τον ιερό Πατέρα, ενώ οι 16 είχαν ως αποδέκτη είτε τον άγιο είτε το πλήρωμα της καρχηδονικής Εκκλησίας. Βλ. την έκδοσή τους στον L. Bayard, Saint Cyprien, Correspondance, I - II, Paris 1961-1962. Την ελληνική μετάφραση, μερικών από αυτές, βλ. στον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, ό. π., Αθήναι 1968.
Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας είναι ο πρώτος Πατέρας και Διδάσκαλος της Δυτικής Εκκλησίας. Με τη νηφαλιότητα του χαρακτήρα του και το ειρηνικό ενωτικό του πνεύμα, απέκτησε οικουμενική αποδοχή από το σώμα της Εκκλησίας. Η εμμονή του στο ζήτημα της ενότητας και μοναδικότητας της Καθολικής Εκκλησίας, της αγιοπνευματικής και σωτηριολογικής σπουδαιότητας του μυστηρίου του βαπτίσματος, της αληθινής μετάνοιας και της αποδοχής τής παράδοσης, αποτέλεσαν ουσιαστική θεολογική συμβολή όχι μόνο κατά τον 3ο αιώνα, αλλά και στη σύγχρονη πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η θεολογική σκέψη του Κυπριανού δεν ήταν μόνο συνταυτισμένη με την εκκλησιολογία του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, αλλά αποτελούσε και δυναμική επέκταση αυτής. Οι διακηρύξεις του για τη μοναδικότητα της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος, το οποίο εγγυάται την ενότητα και την καθολικότητά της, εδράζονταν στα λόγια του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον Απόστολο Πέτρο, μίλησε για την οικοδόμηση μίας Εκκλησίας υπό έναν ποιμένα. (Ματθ. 16:17-18) Η διδασκαλία του αγίου απώθησε το δόγμα του πέτρειου πρωτείου όσον αφορά εξουσία ή δικαιοδοσία μεταξύ των εκκλησιών. Ο Κυπριανός, με ιδιαίτερη προσοχή και σαφήνεια, δίδαξε στο πλήρωμα της Εκκλησίας την ισοτιμία των Αποστόλων.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου, η αναφορά του Κυρίου στον Απόστολο Πέτρο καταδεικνύει τη διασφάλιση της μοναδικότητας και της αδιαίρετης ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι, μολονότι υπάρχουν πολλές τοπικές εκκλησίες - επισκοπές, με ταγούς τους ισόκυρης τιμής και πνευματικής δύναμης ποιμένες - επισκόπους τους, ουσιαστικά πρόκειται για τη μία αδιαίρετη εκκλησία - επισκοπή υπό έναν ποιμένα - επίσκοπο[2]. Ο επίσκοπος, κατά τον Κυπριανό, βρίσκεται «εν τη εκκλησία» και αυτή «εν τω επισκόπω», τη στιγμή που «όποιος δεν είναι με τον επίσκοπο δεν μπορεί να είναι στην εκκλησία»[3].
Ο άγιος Κυπριανός υποστήριξε πως οι αιρέσεις και τα σχίσματα ήταν έργα του Αντιχρίστου, που οδηγούσαν στη διαίρεση της Εκκλησίας. Οι βασικές αυτές εκκλησιολογικές θέσεις δεν άφηναν περιθώρια για ανάπτυξη πρωτείων μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Σύμφωνα με τον άγιο, ένα ήταν το μόνο γνήσιο και αποδεκτό πρωτείο της Εκκλησίας και αυτό ήταν η αλήθεια της. Συνεπής σε αυτή τη διδασκαλία του, ο Κυπριανός δεν αναγνώριζε πρωτείο δικαιοδοσίας (primatum jurisdictionis) επί των άλλων τοπικών Εκκλησιών στο Ρωμαίο επίσκοπο. Ούτε συγκατένευσε στην αποδοχή του τίτλου επίσκοπος των επισκόπων: "neque enim quisquam nostrum episcopum se episcoporum constituit", που ήθελε να επιβάλει για λογαριασμό του ο επίσκοπος Ρώμης Στέφανος.
Ο ιερός Πατέρας υποστήριξε τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, το οποίο, μάλιστα, υιοθέτησε εμπράκτως στην ποιμαντική του διακονία. Διακήρυξε, επίσης, ότι η εκλογή των επισκόπων και η χειροτονία των πρεσβυτέρων και διακόνων πρέπει να γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη, αλλά και με τη συμμετοχή όλου του σώματος της τοπικής Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Υπολόγιζε, μάλιστα, ιδιαιτέρως, τον παράγοντα του λαϊκού στοιχείου στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Έτσι, είτε επρόκειτο για κάποια νέα χειροτονία είτε για εκδίκαση κάποιου παραπτώματος ενός ιερέα, ο Κυπριανός λάμβανε σοβαρά υπόψη του τη γνώμη του λαού. Στις συνοδικές συνεδριάσεις συμμετείχε και το λαϊκό πλήρωμα της Εκκλησίας.
Ο άγιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος ενσωματώνεται στο αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας με το άγιο βάπτισμα. Οφείλει όμως να αγωνιστεί για την παραμονή του σε αυτό, γιατί έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας του[4]. Συνεπής προς αυτές τις βασικές εκκλησιολογικές και σωτηριολογικές του θέσεις, δεν αναγνώριζε το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών, αλλά ούτε και εκείνο που τελούνταν μέσα στους κόλπους των σχισματικών ομάδων. Στη σκέψη του πρυτάνευε η κανονική τέλεση του Μυστηρίου από ιερέα της μίας και μοναδικής, γνήσιας και Αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Πίστευε, πως εκείνοι που δε βρίσκονταν σε κοινωνία με την καθολική Εκκλησία δεν κατείχαν την αλήθεια της και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να τους αναγνωριστεί εγκυρότητα Μυστηρίων. Ο βαπτισμένος πρέπει να χρίεται, για να είναι ο κεχρισμένος του Θεού και να έχει τη χάρη του Χριστού.
Ο Κυπριανός δίδαξε πως η θεία ευχαριστία είναι το αληθινό σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού. Το Μυστήριο είναι τέλειο, όταν ο άρτος και ο οίνος αναμιγνύονται και ενώνονται, εικονίζοντας το σύνδεσμο των πιστών με τον Κύριο. Η τέλεση του Μυστηρίου πρέπει να γίνεται το πρωί, επειδή δια της θυσίας εορτάζεται και η ανάσταση του Κυρίου, που έγινε πρωί. Ο Χριστιανός οφείλει να προσέρχεται με καθαρή συνείδηση στη θεία ευχαριστία, εξομολογούμενος τις αμαρτίες του, για να μη προσφέρει βία στο σώμα και το αίμα του Χριστού.
Στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Πάρνηθας, είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πρωτεύουσας του πολιτισμού, δεσπόζει από το 1961 επιβλητικό (πάνω από το δήμο Φυλής) το μοναστήρι των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Καθημερινά υποδέχεται εκατοντάδες πιστούς που συρρέουν απ’ όλο τον κόσμο (Γερμανία, Σουηδία, Αμερική) για να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα των αγίων και να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Με διαφημιστικά σποτ σε ραδιόφωνα αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας με χαμηλά τιμολόγια, οι «άγιοι» του παλαιοημερολογίτικου μοναστηριού συντηρούν και διαλαλούν καλά το μύθο τους. Βιομηχανία θαυμάτων, απαλλαγή από κακά πνεύματα που ταλαιπωρούν τους πολίτες, αδιάκοπο κυνήγι του σατανά. «Θαύματα Α.Ε.» με κοινό από την εργατική, λαϊκή, μεσαία αλλά και αριστοκρατική τάξη.
«Από τότε που ιδρύθηκε η μονή συμβαίνουν πολύ συχνά θαύματα. Οι άγιοι προστατεύουν το σπίτι τους και στέλνουν τους πιστούς εδώ. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό για πολλούς, ωστόσο η μαγεία και τα δαιμόνια υπάρχουν και αν δεν προσέξει κανείς την ψυχή του, μπορεί εύκολα να κυριευθεί από αυτά» λέει με υπερ-απλουστευμένη αληθοφάνεια στην «Espresso» ο υπεύθυνος της ιεράς μονής, επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης, ο οποίος δέχτηκε να ανοίξει τις πόρτες του μοναστηριού και να μας φιλοξενήσει για μερικές ώρες. «Εχω δει ανθρώπους κυριευμένους από το δαίμονα να τραντάζονται ουρλιάζοντας μπροστά στην εικόνα των αγίων. Το θέαμα είναι φριχτό. Οι μοναχοί δεν φοβόμαστε, διότι με τη βοήθεια του Θεού και των αγίων ο σατανάς είναι αδύναμος. Λυπούμαστε όμως το πλάσμα που έχει κυριευθεί από αυτόν. Η φωνή του δαίμονα μιλάει από μέσα του εξαπολύοντας ασύλληπτα χυδαίες βρισιές». Αυτό είναι το δόγμα του Αγίου Κυπριανού. Αυτά λένε όσοι συντηρούν τόσα χρόνια το ταμείο και τα οικονομικά της πασίγνωστης μονής. Για όσους ξέρουν, Αγιος Κυπριανός σημαίνει πλούτος. Είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα πιο ισχυρά μοναστήρια της Ελλάδας. Και υπολογίσιμο. Γιατί είναι πλούσιο.
Το χρονικό της ιεράς μονής
Η ιερά ανδρική Κοινοβιακή Μονή των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού και Ιουστίνης χτίστηκε το 1961 από τον γέροντα της μονής, μητροπολίτη Κυπριανό, ο οποίος αποφασίζοντας να εκπληρώσει ένα παλιό του τάμα στον αποδημήσαντα Αγιο Κυπριανό και να αφιερώσει την ψυχή του στο Θεό ξεκίνησε την αναζήτηση κατάλληλου τόπου ώστε να φτιάξει ένα κελάκι και μια μικρή εκκλησία. «Οταν έφθασα στον ξερότοπο όπου βρίσκεται σήμερα η ιερά μονή μας, παραδόξως ενώ δεν υπήρχε τίποτα το οποίο να με ελκύει για εγκατάσταση, καρφώθηκαν τα πόδια μου στη γη και πλημμύρισα από ψυχική γαλήνη» περιγράφει ο γέροντας στο βιβλίο όπου περιέχεται η ιστορία του μοναστηριού. «Κατέβηκα στο χωριό και ζήτησα τον ιδιοκτήτη της γης. Τον πληροφόρησα για ποιο λόγο ήθελα το οικόπεδο και αμέσως μου απάντησε πως θα μου παραχωρούσε πέντε στρέμματα αφιλοκερδώς για τη μνήμη των γονιών του. Τρεις ημέρες αργότερα ήρθε και με βρήκε κατασυγκινημένος. “Τρέξε και βρες συμβολαιογράφο. Θα σου δώσω επτά στρέμματα. Εμφανίστηκαν μπροστά μου οι άγιοι και με διαβεβαίωσαν πως εδώ θα γίνει το σπίτι τους”, μου εκμυστηρεύτηκε ο ιδιοκτήτης» αφηγείται ο γέροντας στο δοκίμιό του. Φανταστικό ή αληθινό, δεν έχει σημασία. Ετσι χτίστηκε ο θρύλος.
Από τότε η Ιερά Μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης έχει αναπτυχθεί. Σήμερα περιλαμβάνει δύο τμήματα: την κυρίως μονή, η οποία ακολουθεί το άβατο για τις γυναίκες, και τον προσκυνηματικό χώρο όπου κάθε Τετάρτη τελούνται σκληροί εξορκισμοί. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο, που ανήκει στην Ιερά Σύνοδο των Ενισταμένων. Είναι η έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής και τελεί, κατά τους μοναχούς της, ιεραποστολικό έργο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Μαγεία και εξορκισμοί
Δεμένοι κόμποι, τρίχες, λιωμένα σαπούνια, νεκροκεφαλές... Σύμφωνα με τον σεβασμιότατο κ. Κλήμη, υπάρχουν ακόμα και στην εποχή μας μαγικά ξόρκια και μάγοι οι οποίοι διδάσκουν τα μυστικά τους από γενιά σε γενιά. «Κυρίως, αλλά όχι κατά κανόνα, οι μάγοι είναι γυναίκες οι οποίες μεταφέρουν όλα όσα γνωρίζουν στις κόρες τους. Τις περισσότερες φορές τα μάγια γίνονται από ανθρώπους του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος των ανθρώπων που επηρεάζονται από αυτά. Κάθε μέρα ακούμε ή λαμβάνουμε με γράμματα διάφορες τέτοιες ιστορίες. Τις προάλλες μου είπε μια πιστή πως βρήκε κάτω από το νεροχύτη της μια νεκροκεφαλή. Μετά από μερικές ημέρες λάδια στο μπαλκόνι της και πως ξαφνικά η οικογένειά της διασπάστηκε. Ηρθε στην ιερά μονή για να προσευχηθεί και να ζητήσει την προστασία των αγίων» λέει ο επίσκοπος και εξηγεί: «Οποιος μυείται στα μυστικά της μαγείας ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τελετουργικό με το οποίο πουλάει την ψυχή του στο σατανά και του υπόσχεται πίστη. Δύσκολα ξεφεύγει κανείς από αυτό το δρόμο. Τα μάγια έχουν οδηγήσει ανθρώπους μέχρι και στο θάνατο. Εχουμε δει στη μονή μας ετοιμοθάνατους να γιατρεύονται. Αυτό το διάστημα επισκέπτεται τη μονή μας ένας πρώην μάγος ο οποίος μετανόησε και προσπαθεί να ξεφύγει από το δρόμο του κακού. Βασανίζεται φριχτά. Το δαιμόνιο δεν τον αφήνει ήσυχο». Τι να πρωτοπιστέψεις από αυτές τις φοβερές αφηγήσεις; Τι να κρατήσεις και τι να απορρίψεις;
Κάθε Τετάρτη απόγευμα πλήθος κόσμου περνάει το κατώφλι του παρεκκλησιού της μονής προκειμένου να λάβει τις ευχές που διαβάζονται κατά του κακού και των δαιμόνων και να αγαλλιάσει η ψυχή του. Κάποιες φορές τελούνται και εξορκισμοί. «Είναι σπάνια τα περιστατικά με τους δαιμονισμένους, ωστόσο αν τυχόν υπάρξει κάποιος, τον απομακρύνουμε από το πλήθος και διαβάζουμε τις ειδικές ευχές της εκκλησίας μας. Στη θέα του σταυρού το δαιμόνιο αφηνιάζει και βασανίζει το σώμα του ανθρώπου που έχει κυριεύσει. Τα μάτια του κοκκινίζουν, εξαπολύει βρισιές, σέρνεται και χτυπιέται. Οταν τελικά με τη χάρη του Θεού απομακρυνθεί ο δαίμονας από μέσα του, δεν θυμάται τίποτα απολύτως».
Από τους μεγαλύτερους μάγους της εποχής του υπήρξε και ο Αγιος Κυπριανός, του οποίου ο βίος είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη δύναμη της μετάνοιας. «Ο Αγιος Κυπριανός ήταν από τους πιο γνωστούς μάγους. Μάλιστα, συνομιλούσε συχνά με τον ίδιο το σατανά, ο οποίος έθεσε στη διάθεσή του μια φάλαγγα δαιμόνων για να τον υπηρετούν. Η φήμη του απλώθηκε και πολλοί κατέφευγαν σε αυτόν. Κάποια στιγμή τον βρήκε ένας αριστοκράτης, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με την Ιουστίνη. Μια χριστιανή που αρνήθηκε τον έρωτά του διότι είχε αποφασίσει να ταχθεί στο Θεό. Ο αριστοκράτης πείσμωσε και ζήτησε τη βοήθεια του μάγου -ακόμη- Κυπριανού και των δαιμόνων του, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν πως ο σατανάς δεν ήταν ικανός να επηρεάσει την Ιουστίνη, η οποία ήταν σκεπασμένη από τη Θεία Χάρη. Βλέποντας αυτό ο Κυπριανός και μετά από πολλές ανέφικτες προσπάθειες ασπάσθηκε το χριστιανισμό και δίδαξε το λόγο του Θεού μαζί με την Αγία Ιουστίνη μέχρι που μαρτύρησαν» διηγείται ο σεβασμιότατος θέλοντας να τονίσει πως ο Θεός προστατεύει τα παιδιά του και δέχεται όλους όσοι μετανοούν.
Μαρτυρίες και λυγμοί
«Εφτασα κοντά στο θάνατο αλλά σώθηκα»
Αν σταθεί κανείς για λίγη ώρα στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού, θα ακούσει συγκλονιστικές μαρτυρίες απλών ανθρώπων που με δάκρυα στα μάτια διηγούνται θαύματα που συνέβησαν στους ίδιους ή που είδαν με τα μάτια τους. Μια κυρία -σεβόμενοι την επιθυμία της διατηρούμε την ανωνυμία της- μας αποκάλυψε τη συγκλονιστική προσωπική της εμπειρία. «Ξαφνικά, για μεγάλο χρονικό διάστημα και ενώ πριν έσφυζα από υγεία, πονούσαν φριχτά οι κλειδώσεις μου. Είχα πυρετό και στ’ αλήθεια ένιωθα πως έλιωνα σαν το κερί. Οι γιατροί δεν μου έβρισκαν τίποτα. Εφτασα κοντά στο θάνατο, ώσπου μια γειτόνισσα με συμβούλευσε να επισκεφτώ τη μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Ανέβηκα στο μοναστήρι επί τρεις συνεχόμενες Τετάρτες και άκουσα τις ευχές. Την τελευταία σταμάτησαν οι πόνοι. Αρχισα να τρώω κανονικά. Είχα συνέλθει!» λέει και δάκρυα συγκίνησης τρέχουν στο πρόσωπό της. «Μετά από λίγες ημέρες με επισκέφτηκε μια αδελφική μου φίλη και εξέφρασε την απορία της: «Μα, καλά, πώς έγινες καλά;». Της είπα ενθουσιασμένη ό,τι είχε συμβεί και ξαφνικά εκείνη γονάτισε μπροστά μου και κλαίγοντας με λυγμούς μου είπε: “Συγχώρεσέ με. Εγώ σου έκανα μάγια. Ζήλεψα και πλήρωσα μάγο για να σε κάνει να λιώνεις σαν το κερί. Ηθελα να σε δω λείψανο στο φέρετρο”».
Αλλο ένα θαύμα που συνέβη πριν από μερικές ημέρες σ’ ένα ζευγάρι ομογενών από τη Γερμανία μας αφηγήθηκε ο μητροπολίτης Κλήμης. «Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αγαπημένο ανδρόγυνο που όμως πολύ ξαφνικά είδε μαύρα σύννεφα να σκεπάζουν το γάμο του. Ο άντρας δεν ήθελε να αντικρίσει πλέον τη σύζυγό του. Τον ενοχλούσε η παρουσία της και έφυγε από το σπίτι. Η κοπέλα, μην ξέροντας τι να κάνει, είπε τα όσα συνέβαιναν στην πεθερά της». Μετά από μερικές ημέρες εμφανίστηκε στον ύπνο της μητέρας του συζύγου της ο Αγιος Κυπριανός και της υπέδειξε ένα σημείο στο οποίο υπήρχαν τα μάγια. «Της έδειξε κάτω από τα πουλόβερ στην ντουλάπα. Την επόμενη ημέρα έψαξαν στο σημείο και με μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν ένα πουγκί με τρίχες και αίμα! Αφού διηγήθηκαν στον άντρα τα όσα έγιναν, τον έπεισαν να έρθει μέχρι τη μονή μας. Παρακολούθησαν τη λειτουργία και τους διαβάστηκαν οι ευχές των αγίων μας. Μας είπαν πως την ώρα που διαβάζονταν οι ευχές ένιωσαν σαν να καίγονται και οι δύο. Εφυγαν από τη μονή μας αγκαλιασμένοι και αγαπημένοι. Τα μάγια λύθηκαν και ζουν πλέον μονιασμένοι».
Ο «άγιος» Κλήμης τονίζει πως οι Αγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη δεν θαυματουργούν μόνο σε ανθρώπους που έχουν κυριευθεί από τα κακά πνεύματα. «Οι ευχές εντάσσονται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν έχουμε κάποια εξειδίκευση» λέει γελώντας και συνεχίζει: «Εχουμε μαρτυρίες πιστών που έχουν θεραπευτεί από άσχημες ασθένειες».
Οι VIP επισκέπτες που ζητούν ευχές
Πολλά διάσημα πρόσωπα της χώρας μας επισκέπτονται αστρολόγους και μέντιουμ προκειμένου να προβλέψουν την πορεία τους και να τους συμβουλέψουν για τις μελλοντικές τους κινήσεις. Από την άλλη, υπάρχει μια μερίδα της εγχώριας ελίτ που βρίσκει καταφύγιο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. «Η αλήθεια είναι πως επισκέπτονται το ναό των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης τραγουδιστές, ηθοποιοί, αθλητές και πολιτικοί. Για εμάς δεν έχει σημασία. Δεν τους ξεχωρίζουμε από τους άλλους πιστούς» λέει ο πατέρας Κλήμης. «Ξέρετε, όσοι βρίσκονται στην κορυφή αισθάνονται ιδιαίτερα πιεσμένοι. Τις πιο πολλές φορές μάς ζητάνε να τους διαβάσουμε ευχές για τη βασκανία αλλά και την επίδραση του κακού. Συνήθως μας επισκέπτονται ώρες και ημέρες που δεν έχει πολύ κόσμο. Για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές δεν ξέρω και ποιοι είναι, λόγω του ότι απέχουμε από τα εγκόσμια. Μαθαίνουμε την ιδιότητά τους εάν έρθουν και μας συστηθούν» λέει με πονηριά ο επί γης «άγιος».
Κι όμως, οι δικές μας πληροφορίες λένε ότι ξέρει και παραξέρει. Απλώς, έτσι συντηρείται ο μύθος του απορρήτου και της απίστευτης βιομηχανίας δαιμόνων, φαντασμάτων, δεισιδαιμονιών, θαυμάτων και πνευμάτων που φανερώνονται και «θανατώνονται» στο λόφο της Χασιάς...
Ποια όμως είναι η ιστορία πίσω από τον Άγιο Κυπριανό και γιατί αυτός ειδικά θεωρείται ως ο κατεξοχήν Άγιος κατά της μαγείας;
Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, ο Άγιος Κυπριανός ο οποίος έζησε τον 3ο αιωνα δεν ήταν καν Χριστιανός. Αντίθετα, ήταν ένας από τους πιο ονομαστούς μάγους της εποχής του. Λέγεται πως εξαιτίας της πολύ καλής οικονομικής κατάστασης της οικογένειας του, είχε ταξιδέψει σε αρκετές χώρες και είχε διδαχθεί αποκρυφιστικες πρακτικές.
Κομβικό γεγονός στην ζωή του ήταν η προσπάθεια του να «μαγέψει» μια νεαρή γυναίκα, την Ιούστα, για λογαριασμό ενός ευγενή. Εκείνος ήθελε να την παντρευτεί αλλά εκείνη είχε αφιερωθεί στο Θεό, έτσι ο ευγενής πήγε στον πιο φημισμένο μάγο για να της κάνει μάγια.
Οι βιογράφοι του Αγίου Κυπριανού υποστηρίζουν πως ήταν τέτοια η δύναμη της πίστης της Ιούστας που ακόμη και τα πιο ισχυρά μάγια του δεν έπιαναν πάνω της. Λέγεται δε, πως ο ίδιος ο Σατανάς αποκάλυψε στον Κυπριανό πως δεν μπορεί να γίνει τίποτα.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Κυπριανός όχι μόνο σταμάτησε να ασκεί τη μαγεία αλλά βαπτίστηκε Χριστιανός. Έφτασε να γίνει μέχρι και Επίσκοπος.
Ο ίδιος χειροτόνησε την Ιούστα, διακόνισσα και της έδωσε το όνομα Ιουστίνη.
Ο Θάσκιος Καικίλιος Κυπριανός (Thascius Caecilius Cyprianus, 210 - 14 Σεπτεμβρίου 258) ήταν επίσκοπος Καρχηδόνας και σημαντικός συγγραφέας της πρωτοχριστιανικής περιόδου, του οποίου σώζονται πολλά έργα στη λατινική γλώσσα. Έζησε και έδρασε κατά τον 3ο αιώνα, σε μια εποχή έντονων διωγμών από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες. Ο ίδιος μαρτύρησε για την πίστη του, γι αυτό καλείται μάρτυρας και Άγιος της Oρθόδοξης και της Kαθολικής εκκλησίας. Επίσης αντιμετώπισε σημαντικά εκκλησιαστικά ζητήματα που προέκυψαν στην εποχή του, όπως το βάπτισμα των αιρετικών και το ζήτημα της μετανοίας των πεπτωκότων, ενώ θεολογικά έδωσε μεγάλη βάση στην ενότητα της εκκλησίας μέσω της Θείας ευχαριστίας καθώς και της ενότητας και κοινωνίας των επισκόπων.
Γεννήθηκε το 210 στην Καρχηδόνα της βόρειας Αφρικής. Καταγόταν από αριστοκρατική και εύπορη οικογένεια, η οποία του εξασφάλισε λαμπρή μόρφωση. Η μόρφωση που έλαβε σχετιζόταν κυρίως με τη ρητορική και τη φιλοσοφία, ενώ άσκησε και το επάγγελμα του δικανικού ρήτορα, στη γενέτειρά του.
Στα νεανικά του χρόνια έζησε έντονη ζωή, υπήρξε ειδωλολάτρης και ασχολήθηκε με τη μαγεία, που στην περιοχή της Καρχηδόνας την εποχή του ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη. Μάλιστα είχε καταστεί και γνωστός μάγος στην περιοχή, ενώ μετέβη και στην Αντιόχεια, που ήταν το πολιτιστικό κέντρο της εποχής, συνεχίζοντας και διευρύνοντας την τέχνη της μαγείας.
Η διαδικασία μεταστροφής του Κυπριανού ξεκίνησε από την εποχή που βρέθηκε στη Αντιόχεια. Ο ίδιος ήταν φορέας υψηλής παιδείας και στο πέρασμα των ετών αντιλήφθηκε πως η ειδωλολατρεία και η μαγεία κατέρρεαν υπό το καθεστώς της δυναμικής εμφάνισης του χριστιανισμού. Σε αυτή την εσωτερική αναζήτηση γνώρισε τον άνθρωπο ο οποίος θα τον επηρέαζε βαθύτατα και αυτός ήταν ο πρεσβύτερος Καικίλιος (Ιερώνυμος, De Viris Illustribus, 68) ή Καικιλιανός (Πόντιος, Vita Cypriani, 4), στον οποίο όφειλε και τη μεταστροφή του στο Χριστιανισμό. Ο ίδιος βαπτίσθηκε το Μεγάλο Σάββατο του 246.
Ύστερα από πιέσεις των συμπατριωτών του, νεοφώτιστος ακόμα Χριστιανός, αποδέχθηκε να εισαχθεί στον κλήρο και σε σύντομο χρονικό διάστημα έλαβε με σειρά όλα τα αξιώματα του κατωτέρου κλήρου (αναγνώστης, υποδιάκονος, διάκονος), στην Καρχηδόνα. Με την εισαγωγή του στον κλήρο άμεσα διενήργησε σημαντικό έργο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα εξαιρετικά του κηρύγματα για την προσέλκυση ειδωλολατρών, έργο που άρχισε άμεσα να αποδίδει καρπούς. Έτσι μόλις ένα έτος μετά από νέες πιέσεις, χειροτονείται πρεσβύτερος. Η φήμη του εξαπλώνεται πέρα από την Καρχηδόνα και οι λαμπροί λόγοι του από άμβωνος θα γίνουν σημείο αναφοράς. Δύο έτη αργότερα ο επίσκοπος Καρχηδόνος Δονάτος απεβίωσε και με καθολική στήριξη του ποιμνίου εξελέγη επίσκοπος Καρχηδόνας. Αυτό συνέβη προς τα τέλη του έτους 248 ή τις αρχές του 249.
Από τα τέλη του έτους 249 μέχρι το 251 η Εκκλησία γνώρισε τον σκληρό διωγμό του Δέκιου. Ο Κυπριανός, εξαιτίας του μίσους που έτρεφαν προς το πρόσωπό του οι Εθνικοί, προτίμησε να αποσυρθεί σε ένα καταφύγιο κοντά στην Καρχηδόνα και από εκεί να ποιμαίνει το λαό του. Η πατρική αγάπη και η ποιμαντική μέριμνα προς το λαό του, πνευματική και υλική, η σταθερότητα και καθαρότητα των θέσεών του, η εμμονή στην παράδοση και η ορθοπραξία του προσέδωσαν μεγάλο κύρος στον ιερό Πατέρα και έτσι καταξιώθηκε στη συνείδηση των Χριστιανών της καθολικής Εκκλησίας. Το 251 επέστρεψε στα καθήκοντά του αφού ο διωγμός έπαψε, αλλά το έτος 252 διετάχθη και νέος διωγμός στην περιοχή της Καρχηδόνος, την ώρα που επιδημία πανώλης έπληξε την πόλη. Ο ίδιος αυτήν την εποχή συγκέντρωσε του χριστιανούς και διενήργησε μεγάλο έρανο για ενίσχυση των ανθρώπων της πόλεως ανεξαιρέτως πίστης, ενώ ο ίδιος από κοντά ενίσχυε, παρηγορούσε και συμπαραστεκόταν στους αρρώστους και τις οικογένειές τους.
Η λήξη του διωγμού σήμανε και την έναρξη των προβλημάτων, είτε αυτά αφορούσαν την ανασυγκρότηση της Εκκλησίας είτε σοβαρά ποιμαντικά ζητήματα. Ένα τέτοιο οξύ πρόβλημα, που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστεί, ήταν εκείνο που αφορούσε την επιστροφή των πεπτωκότων (Λατ. lapsi) στους κόλπους της μητέρας Εκκλησίας. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν όσοι Χριστιανοί προτίμησαν να θυσιάσουν στα είδωλα, για να αποφύγουν τις συνέπειες του διωγμού. Αυτοί χαρακτηρίσθηκαν ως θυσιάσαντες (sacrificati - thurificati). Υπήρχε όμως και η κατηγορία εκείνων, οι οποίοι δεν τέλεσαν θυσιαστική πράξη. Αυτοί, προκειμένου να επιβεβαιώσουν το γεγονός αυτό, προσκόμισαν έγγραφα από τους ομολογητές, τα οποία, εκτός του ότι βεβαίωναν τη μη τέλεση της θυσίας, επείχαν και τη θέση αφέσεως (libelli). Όσοι είχαν εξασφαλίσει τα έγγραφα αυτά χαρακτηρίσθηκαν ως λιβελλοφόροι (libellatici).
Οι απόψεις των εκκλησιαστικών ανδρών για την επάνοδο των πεπτωκότων στην Εκκλησία ήταν διχασμένες. Οι αυστηρότερες ομάδες απέκλειαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ενώ οι ίδιοι οι πεπτωκότες αποζητούσαν λύσεις με συνοπτικές διαδικασίες. Πίστευαν πως για την επάνοδό τους αρκούσε η προσκόμιση αφέσεων (libelli) από τους ομολογητές. Ο Κυπριανός ήταν υπέρ της άποψης να εκδηλώσουν οι θυσιάσαντες την ειλικρινή, μακρά και έμπρακτη μετάνοιά τους στο σώμα της Εκκλησίας. Επίσης, διαφωνούσε με την αντιεκκλησιαστική πρακτική της παροχής των αφέσεων από τους Ομολογητές. Το αδιέξοδο ήταν προφανές και ο άγιος συγκάλεσε το έτος 251 Σύνοδο στην Καρχηδόνα, προς εξεύρεση λύσης. Η Σύνοδος αποδέχθηκε τις απόψεις του Κυπριανού και έτσι δόθηκε λύση στο πρόβλημα.
Υπήρξαν όμως και εκείνοι που δεν αποδέχθηκαν τις αποφάσεις της Συνόδου και λειτούργησαν σχισματικά. Έτσι, δημιουργήθηκε μία ομάδα αντιφρονούντων από πέντε πρεσβυτέρους και το διάκονο Φηλικίσσιμο, που επονομάστηκε Σχίσμα του Φηλικίσσιμου η οποία εξέλεξε επίσκοπο τον Φορτουνάτο. Μία άλλη ομάδα, μοντανιστικών τάσεων, εξέλεξε ως επίσκοπο τον Μάξιμο. Ο Κυπριανός, όμως, παρέμεινε σταθερός στις θέσεις του και στις αποφάσεις της Συνόδου, γεγονός που τον καταξίωσε στη συνείδηση της Εκκλησίας.
Το έτος 254 ανέκυψε το πρόβλημα του αναβαπτισμού των αιρετικών. Ο Κυπριανός, ακολουθώντας το έθος της βορειοαφρικανικής Εκκλησίας, αλλά και εκείνων της Μικράς Ασίας, ξαναβάφτιζε τους αιρετικούς που επέστρεφαν στους κόλπους της καθολικής Εκκλησίας και δεν είχαν τελέσει πρωτύτερα κανονικό βάπτισμα σε αυτήν. Το ίδιο έπραττε και στην περίπτωση εκείνων, που είχαν τελέσει βάπτισμα μέσα στις σχισματικές Εκκλησίες. Αντίθετη ήταν η άποψη του επισκόπου Ρώμης Στέφανου, ο οποίος θεωρούσε έγκυρο το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών. Υποστήριζε, μάλιστα, πως αρκούσε για την επάνοδό τους η επίθεση των χειρών.
Για το θέμα αυτό συνήλθαν τρεις σύνοδοι στην Καρχηδόνα. Η πρώτη το έτος 255 με τη συμμετοχή 31 επισκόπων και οι άλλες δύο μέσα στο έτος 256, στις οποίες συμμετείχαν 71 επίσκοποι την πρώτη φορά και 87 επίσκοποι τη δεύτερη. Οι αποφάσεις αυτών των Συνόδων δικαίωσαν την πρακτική και τη στάση του αγίου Κυπριανού. Το γεγονός αυτό εξόργισε τον Στέφανο Ρώμης και αφόρισε τον άγιο, χωρίς όμως να προλάβει να λάβει κανονική ισχύ η καταδικαστική απόφαση.
Από το έτος 256 άρχισαν και πάλι οι διώξεις κατά των Χριστιανών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό. Ο Κυπριανός συνελήφθη και εξορίστηκε στο χωριό Κούρουβη. Ένα έτος αργότερα επανέκαμψε στην έδρα του, όμως ανθύπατος της περιοχής Γαλέριος, εξέδωσε διάταγμα να επανασυλληφθεί ύστερα από κατηγορίες σε βάρος του. Έτσι οδηγήθηκε ενώπιον του. Μη αποδεχόμενος να εκπέσει της πίστεως του μετά από βασανισμούς αποφασίσθηκε ο αποκεφαλισμός του στις 14 Σεπτεμβρίου 258.
Ο άγιος "παρέδωσε το πνεύμα του", αφού πρώτα δήλωσε με παρρησία, μπροστά στον Ανθύπατο Γαλέριο Μάξιμο, τη χριστιανική του ιδιότητα και την άρνησή του να προδώσει τους Χριστιανούς που κρύβονταν για να γλιτώσουν από το θάνατο. Εμπιστεύτηκε τα ιερά άμφια στους διακόνους του, προσευχήθηκε γονατιστός και πρόσφερε 25 χρυσά νομίσματα στο δήμιό του ως φιλοδώρημα.
Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη Εκκλησία στις 2 Οκτωβρίου και από τη Ρωμαιοκαθολική στις 16 Σεπτεμβρίου.
Το συγγραφικό έργο του Κυπριανού Καρχηδόνας αποτελείται από επιστολές και σύντομες περιστασιακές πραγματείες, οι οποίες αναφέρονται κυρίως σε πρακτικά ποιμαντικά ζητήματα.
Ad Donatum (Προς το Δονάτο), CCL III, A (1976) και SCh 291(1982).
Quod idola dii non sint (Γιατί τα είδωλα δεν είναι θεοί), CSEL III, 1.
De habitu virginum (Περί της ενδυμασίας των παρθένων), CSEL III, 1.
Testimoniarum libri III ad Quirinum (Μαρτυριών τρία βιβλία προς τον Κυρίνο), CCL III (1972).
De Lapsis (Περί των Πεπτωκότων), CCL III (1972). Νεοελληνική απόδοση από τον Φώτιο Ιωαννίδη,εκδ.Π.Πουρναράς, Θεσσαλονίκη, 2013
De Catholicae Ecclesiae unitate (Περί της ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας), SCh 9(1942) και CCL III (1972). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπονήθηκε από τον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, De Catholicae Ecclesiae Unitate, επιστολαί 73, 66, 46, 74, 10, 70 (Μετάφρασις εκ του λατινικού μετ’ εισαγωγής), Αθήναι 1968.
De mortalitate (Περί του θανάτου), CCL III, A (1976).
De Domenica Oratione (Περί της Κυριακής Προσευχής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση του έργου εκπόνησε ο Δ. Μενάγιας, Ευαγγελικός Κήρυξ 9(1865) και ο Αρχιμ. Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί υποθήκαι περί της Κυριακής προσευχής (De Domenica Oratione). Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2003.
De opere et eleemosynis (Περί έργων και ελεημοσύνης), CCL III A (1976).
Ad Demetrianum (Προς το Δημητριανό), CCL III A (1976) και SCh 467(2003).
De bono patientiae (Περί του αγαθού της υπομονής), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 7(1863) και ο Αρχιμανδρίτης Θεόκλητος Χρ. Ντζάθας, Του εν αγίοις πατρός ημών Κυπριανού επισκόπου Καρχηδόνος, Πατερικαί Υποθήκαι περί του αγαθού της υπομονής (De bono patientiae), Μετάφραση εκ του Λατινικού πρωτοτύπου στη Νεοελληνική γλώσσα με εισαγωγή - ερμηνευτικά σχόλια, πραγματολογικά στοιχεία - παραπομπές, Αθήναι 2004.
Ad Fortunatum (Προς το Φορτουνάτο), CCL III (1972).
De zelo et livore (Περί ζήλιας και φθόνου), CCL III A (1976). Ελληνική μετάφραση εκπόνησε ο Γρ. Ζιγαβηνός, Ευαγγελικός Κήρυξ 1(1857).
Διασώθηκε επίσης ένα corpus, αποτελούμενο από 81 Επιστολές. Από αυτές, οι 65 γράφτηκαν από τον ιερό Πατέρα, ενώ οι 16 είχαν ως αποδέκτη είτε τον άγιο είτε το πλήρωμα της καρχηδονικής Εκκλησίας. Βλ. την έκδοσή τους στον L. Bayard, Saint Cyprien, Correspondance, I - II, Paris 1961-1962. Την ελληνική μετάφραση, μερικών από αυτές, βλ. στον Κ. Δρατσέλλα, Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος, ό. π., Αθήναι 1968.
Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνας είναι ο πρώτος Πατέρας και Διδάσκαλος της Δυτικής Εκκλησίας. Με τη νηφαλιότητα του χαρακτήρα του και το ειρηνικό ενωτικό του πνεύμα, απέκτησε οικουμενική αποδοχή από το σώμα της Εκκλησίας. Η εμμονή του στο ζήτημα της ενότητας και μοναδικότητας της Καθολικής Εκκλησίας, της αγιοπνευματικής και σωτηριολογικής σπουδαιότητας του μυστηρίου του βαπτίσματος, της αληθινής μετάνοιας και της αποδοχής τής παράδοσης, αποτέλεσαν ουσιαστική θεολογική συμβολή όχι μόνο κατά τον 3ο αιώνα, αλλά και στη σύγχρονη πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η θεολογική σκέψη του Κυπριανού δεν ήταν μόνο συνταυτισμένη με την εκκλησιολογία του αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, αλλά αποτελούσε και δυναμική επέκταση αυτής. Οι διακηρύξεις του για τη μοναδικότητα της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος, το οποίο εγγυάται την ενότητα και την καθολικότητά της, εδράζονταν στα λόγια του ίδιου του Ιησού Χριστού, ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον Απόστολο Πέτρο, μίλησε για την οικοδόμηση μίας Εκκλησίας υπό έναν ποιμένα. (Ματθ. 16:17-18) Η διδασκαλία του αγίου απώθησε το δόγμα του πέτρειου πρωτείου όσον αφορά εξουσία ή δικαιοδοσία μεταξύ των εκκλησιών. Ο Κυπριανός, με ιδιαίτερη προσοχή και σαφήνεια, δίδαξε στο πλήρωμα της Εκκλησίας την ισοτιμία των Αποστόλων.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία του αγίου, η αναφορά του Κυρίου στον Απόστολο Πέτρο καταδεικνύει τη διασφάλιση της μοναδικότητας και της αδιαίρετης ενότητας της Καθολικής Εκκλησίας. Έτσι, μολονότι υπάρχουν πολλές τοπικές εκκλησίες - επισκοπές, με ταγούς τους ισόκυρης τιμής και πνευματικής δύναμης ποιμένες - επισκόπους τους, ουσιαστικά πρόκειται για τη μία αδιαίρετη εκκλησία - επισκοπή υπό έναν ποιμένα - επίσκοπο[2]. Ο επίσκοπος, κατά τον Κυπριανό, βρίσκεται «εν τη εκκλησία» και αυτή «εν τω επισκόπω», τη στιγμή που «όποιος δεν είναι με τον επίσκοπο δεν μπορεί να είναι στην εκκλησία»[3].
Ο άγιος Κυπριανός υποστήριξε πως οι αιρέσεις και τα σχίσματα ήταν έργα του Αντιχρίστου, που οδηγούσαν στη διαίρεση της Εκκλησίας. Οι βασικές αυτές εκκλησιολογικές θέσεις δεν άφηναν περιθώρια για ανάπτυξη πρωτείων μέσα στην Εκκλησία του Χριστού. Σύμφωνα με τον άγιο, ένα ήταν το μόνο γνήσιο και αποδεκτό πρωτείο της Εκκλησίας και αυτό ήταν η αλήθεια της. Συνεπής σε αυτή τη διδασκαλία του, ο Κυπριανός δεν αναγνώριζε πρωτείο δικαιοδοσίας (primatum jurisdictionis) επί των άλλων τοπικών Εκκλησιών στο Ρωμαίο επίσκοπο. Ούτε συγκατένευσε στην αποδοχή του τίτλου επίσκοπος των επισκόπων: "neque enim quisquam nostrum episcopum se episcoporum constituit", που ήθελε να επιβάλει για λογαριασμό του ο επίσκοπος Ρώμης Στέφανος.
Ο ιερός Πατέρας υποστήριξε τη λειτουργία του συνοδικού συστήματος της Εκκλησίας, το οποίο, μάλιστα, υιοθέτησε εμπράκτως στην ποιμαντική του διακονία. Διακήρυξε, επίσης, ότι η εκλογή των επισκόπων και η χειροτονία των πρεσβυτέρων και διακόνων πρέπει να γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη, αλλά και με τη συμμετοχή όλου του σώματος της τοπικής Εκκλησίας, κλήρου και λαού. Υπολόγιζε, μάλιστα, ιδιαιτέρως, τον παράγοντα του λαϊκού στοιχείου στα εκκλησιαστικά δρώμενα. Έτσι, είτε επρόκειτο για κάποια νέα χειροτονία είτε για εκδίκαση κάποιου παραπτώματος ενός ιερέα, ο Κυπριανός λάμβανε σοβαρά υπόψη του τη γνώμη του λαού. Στις συνοδικές συνεδριάσεις συμμετείχε και το λαϊκό πλήρωμα της Εκκλησίας.
Ο άγιος υποστήριξε ότι ο άνθρωπος ενσωματώνεται στο αδιαίρετο σώμα της Εκκλησίας με το άγιο βάπτισμα. Οφείλει όμως να αγωνιστεί για την παραμονή του σε αυτό, γιατί έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει δυνατότητα σωτηρίας του[4]. Συνεπής προς αυτές τις βασικές εκκλησιολογικές και σωτηριολογικές του θέσεις, δεν αναγνώριζε το κύρος του βαπτίσματος των αιρετικών, αλλά ούτε και εκείνο που τελούνταν μέσα στους κόλπους των σχισματικών ομάδων. Στη σκέψη του πρυτάνευε η κανονική τέλεση του Μυστηρίου από ιερέα της μίας και μοναδικής, γνήσιας και Αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Πίστευε, πως εκείνοι που δε βρίσκονταν σε κοινωνία με την καθολική Εκκλησία δεν κατείχαν την αλήθεια της και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να τους αναγνωριστεί εγκυρότητα Μυστηρίων. Ο βαπτισμένος πρέπει να χρίεται, για να είναι ο κεχρισμένος του Θεού και να έχει τη χάρη του Χριστού.
Ο Κυπριανός δίδαξε πως η θεία ευχαριστία είναι το αληθινό σώμα και αίμα του Ιησού Χριστού. Το Μυστήριο είναι τέλειο, όταν ο άρτος και ο οίνος αναμιγνύονται και ενώνονται, εικονίζοντας το σύνδεσμο των πιστών με τον Κύριο. Η τέλεση του Μυστηρίου πρέπει να γίνεται το πρωί, επειδή δια της θυσίας εορτάζεται και η ανάσταση του Κυρίου, που έγινε πρωί. Ο Χριστιανός οφείλει να προσέρχεται με καθαρή συνείδηση στη θεία ευχαριστία, εξομολογούμενος τις αμαρτίες του, για να μη προσφέρει βία στο σώμα και το αίμα του Χριστού.
Στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της Πάρνηθας, είκοσι χιλιόμετρα μακριά από το κέντρο της πρωτεύουσας του πολιτισμού, δεσπόζει από το 1961 επιβλητικό (πάνω από το δήμο Φυλής) το μοναστήρι των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Καθημερινά υποδέχεται εκατοντάδες πιστούς που συρρέουν απ’ όλο τον κόσμο (Γερμανία, Σουηδία, Αμερική) για να ασπαστούν τη θαυματουργή εικόνα των αγίων και να ζητήσουν τη βοήθειά τους. Με διαφημιστικά σποτ σε ραδιόφωνα αλλά και σε τηλεοπτικούς σταθμούς τοπικής εμβέλειας με χαμηλά τιμολόγια, οι «άγιοι» του παλαιοημερολογίτικου μοναστηριού συντηρούν και διαλαλούν καλά το μύθο τους. Βιομηχανία θαυμάτων, απαλλαγή από κακά πνεύματα που ταλαιπωρούν τους πολίτες, αδιάκοπο κυνήγι του σατανά. «Θαύματα Α.Ε.» με κοινό από την εργατική, λαϊκή, μεσαία αλλά και αριστοκρατική τάξη.
«Από τότε που ιδρύθηκε η μονή συμβαίνουν πολύ συχνά θαύματα. Οι άγιοι προστατεύουν το σπίτι τους και στέλνουν τους πιστούς εδώ. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό για πολλούς, ωστόσο η μαγεία και τα δαιμόνια υπάρχουν και αν δεν προσέξει κανείς την ψυχή του, μπορεί εύκολα να κυριευθεί από αυτά» λέει με υπερ-απλουστευμένη αληθοφάνεια στην «Espresso» ο υπεύθυνος της ιεράς μονής, επίσκοπος Γαρδικίου κ. Κλήμης, ο οποίος δέχτηκε να ανοίξει τις πόρτες του μοναστηριού και να μας φιλοξενήσει για μερικές ώρες. «Εχω δει ανθρώπους κυριευμένους από το δαίμονα να τραντάζονται ουρλιάζοντας μπροστά στην εικόνα των αγίων. Το θέαμα είναι φριχτό. Οι μοναχοί δεν φοβόμαστε, διότι με τη βοήθεια του Θεού και των αγίων ο σατανάς είναι αδύναμος. Λυπούμαστε όμως το πλάσμα που έχει κυριευθεί από αυτόν. Η φωνή του δαίμονα μιλάει από μέσα του εξαπολύοντας ασύλληπτα χυδαίες βρισιές». Αυτό είναι το δόγμα του Αγίου Κυπριανού. Αυτά λένε όσοι συντηρούν τόσα χρόνια το ταμείο και τα οικονομικά της πασίγνωστης μονής. Για όσους ξέρουν, Αγιος Κυπριανός σημαίνει πλούτος. Είναι κατά γενική ομολογία ένα από τα πιο ισχυρά μοναστήρια της Ελλάδας. Και υπολογίσιμο. Γιατί είναι πλούσιο.
Το χρονικό της ιεράς μονής
Η ιερά ανδρική Κοινοβιακή Μονή των Αγίων Μαρτύρων Κυπριανού και Ιουστίνης χτίστηκε το 1961 από τον γέροντα της μονής, μητροπολίτη Κυπριανό, ο οποίος αποφασίζοντας να εκπληρώσει ένα παλιό του τάμα στον αποδημήσαντα Αγιο Κυπριανό και να αφιερώσει την ψυχή του στο Θεό ξεκίνησε την αναζήτηση κατάλληλου τόπου ώστε να φτιάξει ένα κελάκι και μια μικρή εκκλησία. «Οταν έφθασα στον ξερότοπο όπου βρίσκεται σήμερα η ιερά μονή μας, παραδόξως ενώ δεν υπήρχε τίποτα το οποίο να με ελκύει για εγκατάσταση, καρφώθηκαν τα πόδια μου στη γη και πλημμύρισα από ψυχική γαλήνη» περιγράφει ο γέροντας στο βιβλίο όπου περιέχεται η ιστορία του μοναστηριού. «Κατέβηκα στο χωριό και ζήτησα τον ιδιοκτήτη της γης. Τον πληροφόρησα για ποιο λόγο ήθελα το οικόπεδο και αμέσως μου απάντησε πως θα μου παραχωρούσε πέντε στρέμματα αφιλοκερδώς για τη μνήμη των γονιών του. Τρεις ημέρες αργότερα ήρθε και με βρήκε κατασυγκινημένος. “Τρέξε και βρες συμβολαιογράφο. Θα σου δώσω επτά στρέμματα. Εμφανίστηκαν μπροστά μου οι άγιοι και με διαβεβαίωσαν πως εδώ θα γίνει το σπίτι τους”, μου εκμυστηρεύτηκε ο ιδιοκτήτης» αφηγείται ο γέροντας στο δοκίμιό του. Φανταστικό ή αληθινό, δεν έχει σημασία. Ετσι χτίστηκε ο θρύλος.
Από τότε η Ιερά Μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης έχει αναπτυχθεί. Σήμερα περιλαμβάνει δύο τμήματα: την κυρίως μονή, η οποία ακολουθεί το άβατο για τις γυναίκες, και τον προσκυνηματικό χώρο όπου κάθε Τετάρτη τελούνται σκληροί εξορκισμοί. Ακολουθεί το παλαιό ημερολόγιο, που ανήκει στην Ιερά Σύνοδο των Ενισταμένων. Είναι η έδρα της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής και τελεί, κατά τους μοναχούς της, ιεραποστολικό έργο τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό.
Μαγεία και εξορκισμοί
Δεμένοι κόμποι, τρίχες, λιωμένα σαπούνια, νεκροκεφαλές... Σύμφωνα με τον σεβασμιότατο κ. Κλήμη, υπάρχουν ακόμα και στην εποχή μας μαγικά ξόρκια και μάγοι οι οποίοι διδάσκουν τα μυστικά τους από γενιά σε γενιά. «Κυρίως, αλλά όχι κατά κανόνα, οι μάγοι είναι γυναίκες οι οποίες μεταφέρουν όλα όσα γνωρίζουν στις κόρες τους. Τις περισσότερες φορές τα μάγια γίνονται από ανθρώπους του οικογενειακού ή φιλικού περιβάλλοντος των ανθρώπων που επηρεάζονται από αυτά. Κάθε μέρα ακούμε ή λαμβάνουμε με γράμματα διάφορες τέτοιες ιστορίες. Τις προάλλες μου είπε μια πιστή πως βρήκε κάτω από το νεροχύτη της μια νεκροκεφαλή. Μετά από μερικές ημέρες λάδια στο μπαλκόνι της και πως ξαφνικά η οικογένειά της διασπάστηκε. Ηρθε στην ιερά μονή για να προσευχηθεί και να ζητήσει την προστασία των αγίων» λέει ο επίσκοπος και εξηγεί: «Οποιος μυείται στα μυστικά της μαγείας ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τελετουργικό με το οποίο πουλάει την ψυχή του στο σατανά και του υπόσχεται πίστη. Δύσκολα ξεφεύγει κανείς από αυτό το δρόμο. Τα μάγια έχουν οδηγήσει ανθρώπους μέχρι και στο θάνατο. Εχουμε δει στη μονή μας ετοιμοθάνατους να γιατρεύονται. Αυτό το διάστημα επισκέπτεται τη μονή μας ένας πρώην μάγος ο οποίος μετανόησε και προσπαθεί να ξεφύγει από το δρόμο του κακού. Βασανίζεται φριχτά. Το δαιμόνιο δεν τον αφήνει ήσυχο». Τι να πρωτοπιστέψεις από αυτές τις φοβερές αφηγήσεις; Τι να κρατήσεις και τι να απορρίψεις;
Κάθε Τετάρτη απόγευμα πλήθος κόσμου περνάει το κατώφλι του παρεκκλησιού της μονής προκειμένου να λάβει τις ευχές που διαβάζονται κατά του κακού και των δαιμόνων και να αγαλλιάσει η ψυχή του. Κάποιες φορές τελούνται και εξορκισμοί. «Είναι σπάνια τα περιστατικά με τους δαιμονισμένους, ωστόσο αν τυχόν υπάρξει κάποιος, τον απομακρύνουμε από το πλήθος και διαβάζουμε τις ειδικές ευχές της εκκλησίας μας. Στη θέα του σταυρού το δαιμόνιο αφηνιάζει και βασανίζει το σώμα του ανθρώπου που έχει κυριεύσει. Τα μάτια του κοκκινίζουν, εξαπολύει βρισιές, σέρνεται και χτυπιέται. Οταν τελικά με τη χάρη του Θεού απομακρυνθεί ο δαίμονας από μέσα του, δεν θυμάται τίποτα απολύτως».
Από τους μεγαλύτερους μάγους της εποχής του υπήρξε και ο Αγιος Κυπριανός, του οποίου ο βίος είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη δύναμη της μετάνοιας. «Ο Αγιος Κυπριανός ήταν από τους πιο γνωστούς μάγους. Μάλιστα, συνομιλούσε συχνά με τον ίδιο το σατανά, ο οποίος έθεσε στη διάθεσή του μια φάλαγγα δαιμόνων για να τον υπηρετούν. Η φήμη του απλώθηκε και πολλοί κατέφευγαν σε αυτόν. Κάποια στιγμή τον βρήκε ένας αριστοκράτης, ο οποίος ήταν ερωτευμένος με την Ιουστίνη. Μια χριστιανή που αρνήθηκε τον έρωτά του διότι είχε αποφασίσει να ταχθεί στο Θεό. Ο αριστοκράτης πείσμωσε και ζήτησε τη βοήθεια του μάγου -ακόμη- Κυπριανού και των δαιμόνων του, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη διαπίστωσαν πως ο σατανάς δεν ήταν ικανός να επηρεάσει την Ιουστίνη, η οποία ήταν σκεπασμένη από τη Θεία Χάρη. Βλέποντας αυτό ο Κυπριανός και μετά από πολλές ανέφικτες προσπάθειες ασπάσθηκε το χριστιανισμό και δίδαξε το λόγο του Θεού μαζί με την Αγία Ιουστίνη μέχρι που μαρτύρησαν» διηγείται ο σεβασμιότατος θέλοντας να τονίσει πως ο Θεός προστατεύει τα παιδιά του και δέχεται όλους όσοι μετανοούν.
Μαρτυρίες και λυγμοί
«Εφτασα κοντά στο θάνατο αλλά σώθηκα»
Αν σταθεί κανείς για λίγη ώρα στον προαύλιο χώρο του μοναστηριού, θα ακούσει συγκλονιστικές μαρτυρίες απλών ανθρώπων που με δάκρυα στα μάτια διηγούνται θαύματα που συνέβησαν στους ίδιους ή που είδαν με τα μάτια τους. Μια κυρία -σεβόμενοι την επιθυμία της διατηρούμε την ανωνυμία της- μας αποκάλυψε τη συγκλονιστική προσωπική της εμπειρία. «Ξαφνικά, για μεγάλο χρονικό διάστημα και ενώ πριν έσφυζα από υγεία, πονούσαν φριχτά οι κλειδώσεις μου. Είχα πυρετό και στ’ αλήθεια ένιωθα πως έλιωνα σαν το κερί. Οι γιατροί δεν μου έβρισκαν τίποτα. Εφτασα κοντά στο θάνατο, ώσπου μια γειτόνισσα με συμβούλευσε να επισκεφτώ τη μονή των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης. Ανέβηκα στο μοναστήρι επί τρεις συνεχόμενες Τετάρτες και άκουσα τις ευχές. Την τελευταία σταμάτησαν οι πόνοι. Αρχισα να τρώω κανονικά. Είχα συνέλθει!» λέει και δάκρυα συγκίνησης τρέχουν στο πρόσωπό της. «Μετά από λίγες ημέρες με επισκέφτηκε μια αδελφική μου φίλη και εξέφρασε την απορία της: «Μα, καλά, πώς έγινες καλά;». Της είπα ενθουσιασμένη ό,τι είχε συμβεί και ξαφνικά εκείνη γονάτισε μπροστά μου και κλαίγοντας με λυγμούς μου είπε: “Συγχώρεσέ με. Εγώ σου έκανα μάγια. Ζήλεψα και πλήρωσα μάγο για να σε κάνει να λιώνεις σαν το κερί. Ηθελα να σε δω λείψανο στο φέρετρο”».
Αλλο ένα θαύμα που συνέβη πριν από μερικές ημέρες σ’ ένα ζευγάρι ομογενών από τη Γερμανία μας αφηγήθηκε ο μητροπολίτης Κλήμης. «Επρόκειτο για ένα ιδιαίτερα αγαπημένο ανδρόγυνο που όμως πολύ ξαφνικά είδε μαύρα σύννεφα να σκεπάζουν το γάμο του. Ο άντρας δεν ήθελε να αντικρίσει πλέον τη σύζυγό του. Τον ενοχλούσε η παρουσία της και έφυγε από το σπίτι. Η κοπέλα, μην ξέροντας τι να κάνει, είπε τα όσα συνέβαιναν στην πεθερά της». Μετά από μερικές ημέρες εμφανίστηκε στον ύπνο της μητέρας του συζύγου της ο Αγιος Κυπριανός και της υπέδειξε ένα σημείο στο οποίο υπήρχαν τα μάγια. «Της έδειξε κάτω από τα πουλόβερ στην ντουλάπα. Την επόμενη ημέρα έψαξαν στο σημείο και με μεγάλη τους έκπληξη βρήκαν ένα πουγκί με τρίχες και αίμα! Αφού διηγήθηκαν στον άντρα τα όσα έγιναν, τον έπεισαν να έρθει μέχρι τη μονή μας. Παρακολούθησαν τη λειτουργία και τους διαβάστηκαν οι ευχές των αγίων μας. Μας είπαν πως την ώρα που διαβάζονταν οι ευχές ένιωσαν σαν να καίγονται και οι δύο. Εφυγαν από τη μονή μας αγκαλιασμένοι και αγαπημένοι. Τα μάγια λύθηκαν και ζουν πλέον μονιασμένοι».
Ο «άγιος» Κλήμης τονίζει πως οι Αγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη δεν θαυματουργούν μόνο σε ανθρώπους που έχουν κυριευθεί από τα κακά πνεύματα. «Οι ευχές εντάσσονται στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ζωής. Δεν έχουμε κάποια εξειδίκευση» λέει γελώντας και συνεχίζει: «Εχουμε μαρτυρίες πιστών που έχουν θεραπευτεί από άσχημες ασθένειες».
Οι VIP επισκέπτες που ζητούν ευχές
Πολλά διάσημα πρόσωπα της χώρας μας επισκέπτονται αστρολόγους και μέντιουμ προκειμένου να προβλέψουν την πορεία τους και να τους συμβουλέψουν για τις μελλοντικές τους κινήσεις. Από την άλλη, υπάρχει μια μερίδα της εγχώριας ελίτ που βρίσκει καταφύγιο στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. «Η αλήθεια είναι πως επισκέπτονται το ναό των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης τραγουδιστές, ηθοποιοί, αθλητές και πολιτικοί. Για εμάς δεν έχει σημασία. Δεν τους ξεχωρίζουμε από τους άλλους πιστούς» λέει ο πατέρας Κλήμης. «Ξέρετε, όσοι βρίσκονται στην κορυφή αισθάνονται ιδιαίτερα πιεσμένοι. Τις πιο πολλές φορές μάς ζητάνε να τους διαβάσουμε ευχές για τη βασκανία αλλά και την επίδραση του κακού. Συνήθως μας επισκέπτονται ώρες και ημέρες που δεν έχει πολύ κόσμο. Για να είμαι ειλικρινής, πολλές φορές δεν ξέρω και ποιοι είναι, λόγω του ότι απέχουμε από τα εγκόσμια. Μαθαίνουμε την ιδιότητά τους εάν έρθουν και μας συστηθούν» λέει με πονηριά ο επί γης «άγιος».
Κι όμως, οι δικές μας πληροφορίες λένε ότι ξέρει και παραξέρει. Απλώς, έτσι συντηρείται ο μύθος του απορρήτου και της απίστευτης βιομηχανίας δαιμόνων, φαντασμάτων, δεισιδαιμονιών, θαυμάτων και πνευμάτων που φανερώνονται και «θανατώνονται» στο λόφο της Χασιάς...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου